Η έκθεση εκδόθηκε, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Ε.Β.Ε.Π., σε μια περίοδο αβεβαιότητας σε όλο τον κόσμο, με τους περιορισμούς της πανδημίας να δημιουργούν σημαντικό αντίκτυπο στην εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Ενώ τα φυσικά καταστήματα έχουν διατηρήσει προμήθειες πρώτων υλών, το ηλεκτρονικό εμπόριο έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρώπη. Οι έμποροι λιανικής πώλησης όλων των μεγεθών, παντού έχουν επιταχύνει τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό, αναπτύσσοντας περαιτέρω τις υπάρχουσες και τις νέες λύσεις του εμπορίου.
Η περιφερειακή έκθεση 2020 για το ηλεκτρονικό εμπόριο παραθέτει τα κύρια γεγονότα με αριθμούς, που σχετίζονται με τον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ευρώπη, με ανάλυση ανά χώρα, καθώς και άλλες πολύτιμες πληροφορίες για εμπόρους, υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και άλλους ενδιαφερόμενους. Το ερευνητικό ινστιτούτο «RetailX» συνέβαλε με την επιστημονική υποστήριξή του στην προετοιμασία και την οριστικοποίηση της πρόσφατης έκθεσης.
Όπως επισημαίνει το Ε.Β.Ε.Π., το 2020 η Δυτική Ευρώπη θα εξακολουθήσει να είναι η πιο ανεπτυγμένη αγορά ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ευρώπη, με μερίδιο αγοράς 70% του συνολικού κύκλου εργασιών B2C και τον υψηλότερο αριθμό ηλεκτρονικών αγορών (83%), ακολουθούμενη από τη Νότια Ευρώπη, με μερίδιο αγοράς 15% του συνολικού διαδικτυακού κύκλου εργασιών B2C και του υψηλότερου e-GDP (7,69%). Η Βόρεια Ευρώπη (7%), η Κεντρική Ευρώπη (6%) και η Ανατολική Ευρώπη (1%) θα συνεχίσουν να έχουν τα χαμηλότερα μερίδια αγοράς.
Άλλες βασικές τάσεις που εντοπίστηκαν στην έκθεση δείχνουν ότι, το 2019, οι τρεις πρώτες χώρες που παρουσίασαν τη σημαντικότερη αύξηση του κύκλου εργασιών ηλεκτρονικού εμπορίου B2C ήταν η Ρουμανία (30%), η Βουλγαρία (30%) και η Ισπανία (29%). Το Βέλγιο (7%), η Ιρλανδία (7%), η Αυστρία (4%) και η Ισλανδία (3%) παρουσίασαν τη λιγότερη αύξηση στον κύκλο εργασιών ηλεκτρονικού εμπορίου. Επιπλέον, τα ευρήματα δείχνουν ότι η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό ηλεκτρονικών αγοραστών (94%) το 2019 ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο, ακολουθούμενη από τη Δανία (86%) και τη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες και τη Σουηδία (84%). Τα χαμηλότερα ποσοστά για διαδικτυακές αγορές καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (31%) και στη Ρουμανία (29%). Όσον αφορά στις εθνικές και διασυνοριακές αγορές, οι αγοραστές στην Ολλανδία (95%) και την Πολωνία (94%) αγόρασαν ως επί το πλείστον από εθνικούς πωλητές, ενώ οι αγοραστές από τη Μάλτα (96%) και την Κύπρο (95%) παραγγέλνουν διασυνοριακά, τόσο εντός, όσο και εκτός ΕΕ.
Συνοψίζοντας, η Έκθεση παρέχει δεδομένα από 34 ευρωπαϊκές χώρες, μέσω των εθνικών ενώσεων ηλεκτρονικού εμπορίου και περιέχει τις 7 παρακάτω βασικές πληροφορίες:
- Το 87% των Ευρωπαίων έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο και, κατά μέσο όρο, το 68% έχουν ήδη αγοράσει διαδικτυακά.
- Οι πωλήσεις ηλεκτρονικού εμπορίου αναμένεται να φθάσουν τα 717 δισεκατομμύρια ευρώ το 2020. Αυτό αντιπροσωπεύει περίπου το 5% του e-GDP.
- Όσον αφορά στο ηλεκτρονικό εμπόριο, δεν υπάρχει ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Η διείσδυση του ηλεκτρονικού εμπορίου ποικίλει ευρέως από τη μια χώρα στην άλλη, όπως και η ανάπτυξή του, ενώ κανένα μέγεθος δεν ταιριάζει σε όλους.
- Οι διασυνοριακές πωλήσεις παραμένουν περίπλοκες λόγω της έλλειψης εναρμόνισης των κανόνων.
- Υπάρχουν ακόμη ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια που περιορίζουν ή εμποδίζουν τη χρήση του Διαδικτύου για αγορές, με 15-20% των καταναλωτών να μην εμπιστεύονται το ηλεκτρονικό εμπόριο.
- Υπάρχει μια πολύ διαφορετική διάσπαση του ηλεκτρονικού εμπορίου μεταξύ επωνυμιών, λιανοπωλητών και αγορών μεταξύ χωρών.
- Η κρίση Covid-19 έχει επιταχύνει σαφώς τη ψηφιοποίηση σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας και θα έχει διαρκή επίδραση στο μερίδιο του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Η Νότια Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, είχε κύκλο εργασιών ηλεκτρονικού εμπορίου B2C 98 δις ευρώ το 2019 και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά ηλεκτρονικού εμπορίου στην ΕΕ. Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι μικρότερο από το ένα τέταρτο του μεγέθους του κύκλου εργασιών των 444 δις ευρώ της Δυτικής Ευρώπης, το οποίο δείχνει πόσο μακριά βρίσκεται η περιοχή μας από το να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητές της.
Παραταύτα, με μερίδιο 7,69%, του ΑΕΠ, που αποδίδεται στο ηλεκτρονικό εμπόριο, κατατάσσεται πρώτη στην Ευρώπη. Η περιοχή της Νότιας Ευρώπης, που περιλαμβάνει, εκτός από την Ελλάδα, την Κύπρο, την Ιταλία, τη Μάλτα, την Πορτογαλία και την Ισπανία, είδε τον δεύτερο υψηλότερο ρυθμό αύξησης του κύκλου εργασιών ηλεκτρονικού εμπορίου για το 2019 μετά την Ανατολική Ευρώπη. Ο κύκλος εργασιών ηλεκτρονικού εμπορίου στη Νότια Ευρώπη πέρυσι αυξήθηκε 22,49%. Η χαμηλή χρήση του διαδικτύου και το σχετικά χαμηλό ποσοστό των ηλεκτρονικών αγοραστών είναι άλλες ενδείξεις για το τεράστιο δυναμικό που δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί. Η μελέτη δείχνει ότι, το 82% του πληθυσμού χρησιμοποιούν το διαδίκτυο και ότι, το 55% του πληθυσμού που το χρησιμοποιεί, ήταν αγοραστές ηλεκτρονικού εμπορίου. Αυτά τα στοιχεία καθιστούν την περιοχή δεύτερη μετά την Ανατολική Ευρώπη, η οποία έχει τα χαμηλότερα επίπεδα χρήσης διαδικτύου και ηλεκτρονικού εμπορίου σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η Νότια Ευρώπη επίσης σημείωσε αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης του e-shopper κατά 6,87%. Όταν εξετάζεται κάθε χώρα, η Κύπρος έχει τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης για τους ηλεκτρονικούς αγοραστές, κατά 20% το 2019, με την Ισπανία και την Ελλάδα να ακολουθούν με σχεδόν 8%. Με αυτήν την άνοδο των αγοραστών στο διαδίκτυο, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο κύκλος εργασιών ηλεκτρονικού εμπορίου επίσης αυξάνεται. Η Ισπανία βλέπει τον υψηλότερο κύκλο εργασιών ηλεκτρονικού εμπορίου το 2019 στο 29%, ακολουθούμενη από την Ελλάδα στο 25%. Παρά τη μεγάλη τους ανάπτυξη, οι τιμές και των δύο αγορών είναι σημαντικά διαφορετικές. Η Ισπανία είχε, το 2019, κύκλο εργασιών ηλεκτρονικού εμπορίου 53 δις ευρώ, καθιστώντας την τη μεγαλύτερη αγορά στη Νότια Ευρώπη και αντιπροσωπεύει πάνω από το ήμισυ των συνολικών δαπανών της Νότιας Ευρώπης. Συγκριτικά, οι Έλληνες αγοραστές ξόδεψαν 7,5 δις ευρώ online την ίδια χρονική περίοδο, ενώ στην Πορτογαλία το αντίστοιχο ποσό ήταν 5,6 δις ευρώ.
Αναλυτικά τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας για τις χώρες της περιοχής του ευρωπαϊκού Νότου, είναι τα ακόλουθα:
- Το 2019, σε ολόκληρη την Ευρώπη, η Νότια Ευρώπη αντιπροσώπευε το 15% του συνολικού κύκλου εργασιών του ευρωπαϊκού ηλεκτρονικού εμπορίου.
- Το 2019, η Ισπανία είχε το υψηλότερο μερίδιο του συνολικού κύκλου εργασιών ηλεκτρονικού εμπορίου, με μερίδιο αγοράς 54%, ακολούθησε η Ιταλία με 32% και η Ελλάδα με 8%, αποτελώντας το 94% της αγοράς ηλεκτρονικού εμπορίου της περιοχής.
- Η Ισπανία αποτελεί το 8% του συνολικού κύκλου εργασιών του ευρωπαϊκού ηλεκτρονικού εμπορίου και η Ιταλία αντιπροσωπεύει το 5%.
- Η Νότια Ευρώπη φιλοξενεί αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης, αν και οι επιχειρήσεις προσπαθούν να αναπτυχθούν διαδικτυακά.
- Το 94% των επιχειρήσεων με πωλήσεις διαδικτύου σε κάθε χώρα της Νότιας Ευρώπης πραγματοποίησαν πωλήσεις στις χώρες τους, με την Ελλάδα και την Ισπανία στην κορυφή με 99%.
- Οι επιχειρήσεις της Νότιας Ευρώπης πωλούν διασυνοριακά μέσω διαδικτύου σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συγκεκριμένα την Κύπρο με 64% και τη Μάλτα με 55%.
- Η Ελλάδα, παρά το χαμηλότερο μερίδιο επιχειρήσεων που πωλούν σε άλλες χώρες της ΕΕ, βρίσκεται στο 37%.
- Οι διασυνοριακές διαδικτυακές πωλήσεις, από τη Νότια Ευρώπη στον υπόλοιπο κόσμο, κυμαίνονται κατά μέσο όρο στο 37% των επιχειρήσεων.
- Η Κύπρος ηγείται στις πωλήσεις διαδικτύου στον υπόλοιπο κόσμο (52%) και ακολουθεί η Μάλτα (42%), προφανώς λόγω φορολογίας, ενώ η Ελλάδα (26%) και η Ισπανία (25%) έχουν τις λιγότερες επιχειρήσεις που πωλούν διαδικτυακά εκτός ΕΕ.
- Στα 10,7 δις ευρώ αναμένεται να ανέλθουν οι πωλήσεις του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ελλάδα το 2020, καταγράφοντας εντυπωσιακή αύξηση 3,2 δις ευρώ.
Ο Πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π., Βασίλης Κορκίδης σχολίασε την ευρωπαϊκή έκθεση, σημειώνοντας ότι:
«Η πανδημία επιτάχυνε τον ρυθμό της ψηφιακής αλλαγής στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο. Εκτιμάται πως, στο άμεσο μέλλον, η αυξητική τάση των ηλεκτρονικών αγορών θα συνεχιστεί και επιβάλλεται να επιταχύνουμε τον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεών μας, ώστε να βελτιώσουμε την ανθεκτικότητά μας στις απαιτήσεις των καταναλωτών. Το ηλεκτρονικό εμπόριο, την περίοδο της καραντίνας, αποκάλυψε τη δύναμή του και συνέβαλε επιτυχώς στη διατήρηση των ανοικτών αγορών. Πολλές εμπορικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα ανταποκρίνονται ήδη στη πρόκληση να εφαρμόσουν τις νέες λύσεις, αλλά, στη δύσκολη περίοδο που διανύουμε, χρειάζονται οικονομική βοήθεια σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο για να ενισχύσουν τη ψηφιακή δραστηριότητά τους».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr