Η παραγωγή στην Ελλάδα δεν θα ξεπεράσει τους 160 χιλιάδες τόνους αντί των 200 χιλιάδων τόνων που είχε αρχικά εκτιμηθεί. Σύμφωνα με τον κ. Μιχελάκη "επίσημα στοιχεία δυστυχώς δεν υπάρχουν και αυτό είναι ένα πρόβλημα που πρέπει επί τέλους να το αντιμετωπίσει το ΥπΑΑΤ. Τα στοιχεία της παραγωγής προέρχονται από πληροφορίες που συλλέγουν κυρίως Ιταλοί εμπειρογνώμονες. Παράλληλα και η παραγωγή στην Κρήτη, σύμφωνα με τα στοιχεία των ΔΑΟΚ Κρήτης θα κυμανθεί γύρω στους 65.000 τόνους αντί της αρχικής εκτίμησης των 72.000 τόνων".
Σε ότι αφορά την ποιότητα του ελαιόλαδου, ο σύμβουλος του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης τονίζει: «...Δυστυχώς φέτος είναι πολύ υποβαθμισμένη. Τόσο σε επίπεδο χώρας όσο και στην Κρήτη. Συγκεκριμένα, λάδια οξύτητας 0,3 βαθμών φαίνεται να είναι σπάνια. Η πλειοψηφία των λαδιών φαίνεται να κυμαίνεται στους 0,5-0,7 βαθμούς". Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οικονομική ζημία από την υποβάθμιση της ποιότητας, η οποία ανέρχεται σε περίπου 10 εκατ. ευρώ για την Κρήτη, ενώ σε επίπεδο χώρας μπορεί να φθάσει κοντά στα 30 εκ. ευρώ. Σύμφωνα με στατιστική επεξεργασία που έγινε από τον ΣΕΔΗΚ στα στοιχεία της παραγωγής από το 1975 και μετά, διαπιστώνεται ότι : Κατά την 30ετία (1975 -2005) υπήρχε μια ανοδική πορεία με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 3,5 χιλιάδων τόνων ανά έτος.Την υπόλοιπη όμως περίοδο μέχρι το 2018 υπάρχει μια ραγδαία καθοδική πορεία με μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης 5,4 χιλ. τόνων".
"Είναι αναγκαία η αναστροφή της πορείας αυτής για την ελαιοκαλλιέργεια και την ελαιοπαραγωγή και απαιτείται" όπως αναφέρει ο κ. Μιχελάκης "λήψη αποτελεσματικών μέτρων, μεταξύ των οποίων, η κάλυψη από τον ΕΛΓΑ και των ζημιών από υψηλές θερμοκρασίες, η σύνδεση των επιδοτήσεων με την παραγωγή και η εξυγίανση του εμπορίου".
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr