Η ενεργειακή κρίση ήρθε, μάλιστα, σε μία εποχή όπου η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για ενέργεια αυξάνεται αδιάκοπα -η Υπηρεσία Πληροφοριών Ενέργειας (EIA) αναμένει αύξηση κατά 50% έως το 2050- καθώς το βιοτικό επίπεδο βελτιώνεται, με αποτέλεσμα οι ενεργειακές ανάγκες ανά άτομο να ενισχύονται.
Την ίδια στιγμή, τα κράτη προσπαθούν να «απογαλακτιστούν» από την κυρίαρχη πηγή ενέργειας στον κόσμο, τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 80% της συνολικής κατανάλωσης. Η ανάγκη για απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα, σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές, οδήγησε σε χρόνια υποεπενδύσεων στην εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου, η οποία έχει μειωθεί κατά περίπου 60% από το 2014, με βάση τα στοιχεία της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας. Ο προσανατολισμός στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), που αντιπροσωπεύουν προς το παρόν μόλις το 6% της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας, δεν είναι ακόμη αρκετός για να αντισταθμίσει την προαναφερθείσα μείωση.
Η μείωση της εξάρτησης από τη Ρωσία, που αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο παραγωγό πετρελαίου στον κόσμο και τον δεύτερο μεγαλύτερο εξαγωγέα, καθώς και τον δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό και μεγαλύτερο εξαγωγέα φυσικού αερίου, καθιστά αυτό το πρόβλημα πιο έντονο.
Πώς είναι λοιπόν δυνατό να επιλυθεί αυτό το ενεργειακό δίλημμα και τι σημαίνει για τους επενδυτές; Σε αυτά τα ερωτήματα απαντά η επενδυτική τράπεζα, UBS, η οποία ακολουθεί την προσέγγιση «επενδύουμε στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ενέργειας».
Αρχικά, δεν είναι ρεαλιστικό σενάριο για τους επενδυτές η αποφυγή των παραδοσιακών ορυκτών καυσίμων. Κι αυτό διότι η μετάβαση στην «πράσινη» ενέργεια δε θα γίνει εν μία νυκτί. Η UBS εκτιμά πως θα χρειαστούν τουλάχιστον 20 χρόνια για μειωθεί πλήρως η εξάρτηση των χωρών από τα ορυκτά καύσιμα, ακόμη και με την προϋπόθεση ότι οι ΑΠΕ συνεχίζουν να αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό 12% που είναι ο μέσος όρος των τελευταίων 10 χρόνων.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι οι επενδυτές πρέπει να εγκαταλείψουν τις αρχές τους. Αντίθετα, μπορούν να κατευθύνουν κεφάλαια σε ηγέτες αειφορίας στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένων εταιρειών που χρησιμοποιούν τις λιγότερο επιβλαβείς για το περιβάλλον τεχνικές εξόρυξης και αυξάνουν τις δαπάνες για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Δεύτερον, οι επενδυτές θα πρέπει να επενδύσουν στην παρούσα γενιά τεχνολογιών ΑΠΕ, συμπεριλαμβανομένων των ηλιακών και αιολικών, μαζί με τα συστήματα μπαταριών και δικτύου που απαιτούνται για να καταστεί δυνατή η αποθήκευση και η παράδοση των ΑΠΕ στους πελάτες. Η διακοπή της τροφοδοσίας φυσικού αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία είναι πιθανό να παράσχει περαιτέρω κίνητρα για δαπάνες σε αυτές τις πηγές ενέργειας, δεδομένου ότι μπορούν να παράγονται εγχώρια. Κι ενώ οι ΑΠΕ έχουν το μειονέκτημα της μη συνεχούς λειτουργίας -ο άνεμος δε φυσάει και ο ήλιος δεν λάμπει πάντα- η πρόοδος στις μεθόδους αποθήκευσης μετριάζει αυτές τις ελλείψεις.
Επιπλέον, οι τεχνολογίες ενεργειακής απόδοσης μειώνουν την εξάρτηση από εξωτερικές προμήθειες, τους λογαριασμούς καυσίμων και τις εκπομπές άνθρακα. Ο συγκεκριμένος τομέας προσφέρει πολλές επενδυτικές ευκαιρίες. Κι ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία θα αυξήσει τον πειρασμό της επιστροφής στην παραγωγή ενέργειας μέσω άνθρακα, που αποτελεί το πιο βρώμικο ορυκτό καύσιμο, τα κράτη έχουν αυξήσει την εστίασή τους στη μείωση των εκπομπών άνθρακα τα τελευταία χρόνια. Περισσότερες από 140 χώρες, υπεύθυνες για το 90% των παγκόσμιων εκπομπών, θέτουν τώρα στόχους καθαρών μηδενικών εκπομπών.
Με το βλέμμα στο μέλλον της ενέργειας, οι επενδυτές παρακολουθούν στενά τις καινοτομίες που ξεπερνούν τις τρέχουσες τεχνολογίες και έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν νέες «πράσινες» λύσεις πέρα από την παραγωγή ενέργειας. Αυτές οι λύσεις περιλαμβάνουν εξελίξεις στο «πράσινο» υδρογόνο, τη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα και τα βιοκαύσιμα. Για παράδειγμα, ενώ το υδρογόνο είναι τόσο «πράσινο» όσο η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του, έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει τα ορυκτά καύσιμα σε βιομηχανίες όπως η ναυτιλία. Μπορεί επίσης να αντικαταστήσει τα υλικά στη χαλυβουργία, υποκαθιστώντας τους υδρογονάνθρακες που απαιτούνται τόσο ως πηγή θερμότητας όσο και ως αναγωγικός παράγοντας στη χημική διαδικασία καθαρισμού των μετάλλων. Οι παραδοσιακές εταιρείες παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι σε θέση για να κατασκευάσουν τις απαραίτητες υποδομές, εφαρμόζοντας τις τρέχουσες επιχειρηματικές διαδικασίες για τον έλεγχο, την αποθήκευση, τη μεταφορά και τη διανομή υδρογόνου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η UBS επισημαίνει ότι οι επενδυτές μπορούν να διαδραματίσουν βασικό ρόλο στην υπέρβαση των ενεργειακών προκλήσεων που έχουν ενταθεί από τη ρωσική εισβολή. Αυτό μπορεί να γίνει καλύτερα μέσω μιας διαφοροποιημένης προσέγγισης, που περιλαμβάνει τις πιο υπεύθυνες εταιρείες ορυκτών καυσίμων, καινοτόμες εταιρείες ΑΠΕ και πρωτοπόρους των ενεργειακών λύσεων επόμενης γενιάς.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr