Αυτό τόνισε με έμφαση ο διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ), Αριστοφάνης Στεφάτος σε δημοσιογραφική συνάντηση χτες στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες για την ανάγκη δυναμικής επανεκκίνηση της διαδικασίας ερευνών για υδρογονάνθρακες στην εθνική επικράτεια.
Όπως είπε ο κ. Στεφάτος η ΕΔΕΥ πιέζει για την υλοποίηση των γεωτρήσεων στις περιοχές που έχουν παραχωρηθεί ενώ για τις θαλάσσιες περιοχές της Κρήτης, όπου η προθεσμία για την πραγματοποίηση των σεισμικών ερευνών λήγει το φθινόπωρο του 2022. Μάλιστα βρίσκεται σε διάλογο με τους επενδυτές (TotalEnergies, ExxonMobil, ΕΛΠΕ) και σε αναζήτηση κινήτρων για επιτάχυνση των διαδικασιών. Βέβαια δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι οι εξελίξεις στην Κρήτη έχουν κι έντονο γεωπολιτικό πρόσημο, κάτι που καθιστά σύνθετες τις όποιες διαδικασίες. Άφησε πάντως ανοιχτό το ενδεχόμενο να δοθεί παράταση, εφόσον ζητηθεί από τις εταιρείες.
«Είμαστε σε συζητήσεις και θέλουμε να δώσουμε κίνητρα στους επενδυτές να επιταχύνουν» ανέφερε ο κ. Στεφάτος σημειώνοντας ότι έχει δημιουργηθεί ένα operators forum προκειμένου η ΕΔΕΥ να έχει συνεχείς ανοικτούς διαύλους με την αγορά και τις εταιρείες.
Ο κ. Στεφάτος πάντως υπενθύμισε ότι η αξία δυνητικών αποθεμάτων φυσικού αερίου ανέρχεται στα 250 δισ. ευρώ σε ορίζοντα 25 ετών με βάση τα αρχικά ευρήματα των εταιρειών-παραχωρησιούχων των ελληνικών οικοπέδων και με εκτίμηση επιτυχίας 20 % στις γεωτρήσεις. Μάλιστα, όπως σημείωσε, ο υπολογισμός αυτός έχει γίνει με στη βάση τιμών στα 50-60 δολ/βαρέλι πετρελαίου. Όπως καταφαίνεται παρά τα όσα είχαν κυριαρχήσει στον δημόσιο διάλογο την προηγούμενη περίοδο οι αξίες αυτές δεν είναι ευκαταφρόνητες και κυρίως δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι μια πιθανή επιτυχία των ερευνών διασφαλίζουν εθνικούς πόρους, κάτι που έχει γίνει σε γειτονικές χώρες όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος με ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα για την ενεργειακή τους θωράκιση.
Ειδικά, τα έσοδα του ελληνικού δημοσίου από τις εξορύξεις, με βάση την εκτίμηση για αξία κοιτασμάτων στα 250 δισεκ. ευρώ, εκτιμώνται στα 56 δισ. ευρώ ενώ οι επενδύσεις που θα πρέπει να γίνουν προσδιορίζονται στα 46 δισ. ευρώ.
«Η διεθνής ζήτηση για φυσικό αέριο αναμένεται να αυξηθεί σε ορίζοντα 20ετίας, λόγω του ρόλου του ως καύσιμου-γέφυρα προς τη μετάβαση σε ενεργειακά συστήματα βασισμένα σε ΑΠΕ. Κάτι που ισχύει ιδιαίτερα για την Ελλάδα, με δεδομένο ότι το ισχύον Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα προβλέπει αύξηση 40% στη ζήτηση για φυσικό αέριο» τόνισε ο κ. Στεφάτος και προσέθεσε: «Είναι επομένως σαφές ότι το φυσικό αέριο καλείται να διαδραματίσει έναν κρίσιμο σταθεροποιητικό ρόλο για την επίτευξη των στόχων για τη μείωση των εκπομπών ρύπων. Η χρήση του δεν ανταγωνίζεται τους στόχους για την διείσδυση των ΑΠΕ. Σήμερα είναι ίσως πιο σημαντικό από ποτέ να αναδειχθούν τα οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν για την Ελλάδα από την «κεφαλαιοποίηση» των δυνητικών αποθεμάτων φυσικού αερίου της. Και τούτο διότι η ανάπτυξη του κλάδου έρευνας και ανάπτυξης κοιτασμάτων φυσικού αερίου της χώρας θα μπορούσε να συνεισφέρει στην πράσινη μετάβαση και την ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση σημαντικών οικονομικών και γεωστρατηγικών ευκαιριών» ανέφερε ο κ. Στεφάτος.
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr