Το κυριότερο όμως είναι ότι η εγκατάσταση ψηφιακών μετρητών στα σημεία κατανάλωσης, σε συνδυασμό με τις προωθούμενες αλλαγές στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, θα επιτρέψουν να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα ο ανταγωνισμός, από τον οποίο ωφελημένοι θα είναι οι καταναλωτές. Ο κάθε προμηθευτής δηλαδή, εξασφαλίζοντας σε χαμηλές τιμές, «πακέτα» ηλεκτρικής ενέργειας μέσω δημοπρασιών, ή μέσω συμβάσεων με παραγωγούς εντός και εκτός συνόρων, θα μπορεί να τα προσφέρει στους πελάτες του, μεταφέροντας έτσι στην κατανάλωση τις όποιες εκπτώσεις πετυχαίνει, είτε αυτές είναι συγκυριακές είτε μόνιμες.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αντίθετα με ότι έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα, το κόστος μιας κιλοβατώρας ηλεκτρικής ενέργειας, δεν είναι πάντα το ίδιο. Εξαρτάται δηλαδή από το αν η κιλοβατώρα παράγεται σε ώρες χαμηλής, μεσαίας ή υψηλής ζήτησης, αφού οι ανάγκες για κάθε αντίστοιχη ζώνη, καλύπτονται από διαφορετικές μονάδες που χρησιμοποιούν διαφορετικά καύσιμα. Έτσι ο κάθε προμηθευτής, ανάλογα με το καταναλωτικό προφίλ των πελατών του, ή με τη χρήση κινήτρων, θα έχει τη δυνατότητα να τους προσφέρει διαφορετικές τιμές ανάλογα με την ώρα ή την ημέρα που γίνεται η κατανάλωση.
«Εργαλείο» για να λειτουργήσει ένα παρόμοιο σύστημα, είναι οι ψηφιακοί μετρητές ηλεκτρικού. Το βασικό τους πλεονέκτημα, εκτός των πολλών άλλων, είναι ότι μπορούν να καταγράφουν την κατανάλωση σε τέσσερις ωρολογιακές ζώνες για παράδειγμα, έναντι των δύο σήμερα (ημερήσιο, νυκτερινό). Έτσι ο καταναλωτής μέσω της άμεσης πρόσβασης που θα έχει και στα στοιχεία της κατανάλωσης, θα μπορεί να επιλέγει προμηθευτή που θα του προσφέρει τις καλύτερες τιμές για τις ώρες που θα θέλει να χρησιμοποιήσει ηλεκτροβόρες συσκευές. Ή ακόμη θα μπορεί να αγοράζει προπληρωμένη κάρτα κατανάλωσης με συγκεκριμένο αριθμό κιλοβατωρών, λύση που θα εξυπηρετήσει ιδιοκτήτες που νοικιάζουν διαμερίσματα κλπ.
Εκτός από το ότι οι ψηφιακοί μετρητές αποτελούν τη βασική υποδομή για τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, οι δυνατότητες που προσφέρουν είναι τεράστιες και οι περισσότερες λειτουργούν υπέρ του καταναλωτή. Μερικές από αυτές, είναι η άμεση ενημέρωση του για το επίπεδο κατανάλωσης και το κόστος, η λήψη των στοιχείων μέσω του διαδικτύου, η ενημέρωση του από το Διαχειριστή για επικείμενες διακοπές μέσω mail ή SMS, η δυνατότητα σύγκρισης της κατανάλωσης με την αντίστοιχη περίοδο άλλου έτους. Από την άλλη και ο Διαχειριστής θα έχει πολλαπλάσιες δυνατότητεςπαρακολούθησης και καταγραφής των καταναλώσεων χωρίς να χρειάζεται επιτόπια καταγραφή ενδείξεων όπως και διαχείρισης του δικτύου.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η ΕΕ έχει υποχρεώσει τα Κράτη Μέλη να προχωρήσουν στην αντικατάσταση τουλάχιστον του 80% των αναλογικών, με ψηφιακούς μετρητές μέχρι το 2020, αφού το μέτρο αυτό εκτός όλων των άλλων, συμβάλλει και στην εξοικονόμηση ενέργειας. Η υποχρέωση των Κρατών Μελών είναι να εγκαταστήσουν μέχρι το 2020 τουλάχιστον 200 εκατομμύρια «έξυπνους μετρητές» ως μέτρο για την επίτευξη των στόχων εξοικονόμησης ενέργειας.
Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, το πιλοτικό πρόγραμμα ΔΕΔΔΗΕ, θα ακολουθήσει η αντικατάσταση του 80% των περίπου 7 εκατομμυρίων μετρητών (περίπου 5,5 εκατομμύρια μετρητές) που θα καλύψει σημεία κατανάλωσης χαμηλής τάσης (οικιακοί, μικροί εμπορικοί, επαγγελματικοί και βιομηχανικοί καταναλωτές). Επίσης και αρκετές χιλιάδες παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά (οικιακά και μη) που είναι συνδεδεμένα στο δίκτυο χαμηλής τάσης.
Τέλος, για να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός αυτός, αρκεί οι διαδικασίες των διαγωνισμών να εξελιχθούν ομαλά και χωρίς «παρατράγουδα».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr