Όπως αναφέρεται στη μελέτη, βασική προϋπόθεση για να τεθεί η ελληνική οικονομία σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης είναι η πραγματοποίηση σημαντικού όγκου επενδύσεων το συντομότερο δυνατό. Ρυθμοί ανόδου του ΑΕΠ που υπερβαίνουν αισθητά το 2,5%, τουλάχιστον για τα έτη 2017 και εφεξής, απαιτούν ένα λόγο επενδύσεων προς ΑΕΠ που προσεγγίζει το 18% από 11% που ήταν περίπου το 2015.
Η πραγματοποίηση ενός τέτοιου επενδυτικού προγράμματος - εξηγεί το ΙΟΒΕ - προϋποθέτει και τις ανάλογες αποταμιεύσεις που θα στηρίξουν την επενδυτική δραστηριότητα. Αυτό σημαίνει ότι αναγκαστικά η Ελλάδα έχει ανάγκη πόρων από το εξωτερικό για την επιτυχία των οικονομικών της στόχων.
Στο πλαίσιο αυτό - κατά το Ίδρυμα - κρίσιμη συμβολή θα έχει η υλοποίηση του προγράμματος αξιοποίησης της περιοχής του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού. Το πρόγραμμα, όπως επισημαίνεται, έχει σαφείς αναπτυξιακούς στόχους, ενώ αναμένεται να έχει σημαντική θετική συμβολή και στη δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας.
Επιπλέον, το ΙΟΒΕ εξαίρει τη συμβολή του στην προσέλκυση αμέσων ξένων επενδύσεων μπορεί να είναι καθοριστική για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. «Το πρόγραμμα αξιοποίησης του Ελληνικού είναι ένα πολυδιάστατο έργο, στο οποίο, με βάση τον προτεινόμενο σχεδιασμό, φιλοξενούνται ποικίλες χρήσεις (κατοικία, τουρισμός - αναψυχή, εμπόριο, γραφεία, περίθαλψη, εκπαίδευση, αθλητισμός, πολιτισμός, πρότυπες αστικές υποδομές, πρόνοια και εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας)» συμπληρώνει.
Στη μελέτη εξετάζονται και οι οικονομικές επιδράσεις από την ανάπλαση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού και του παράκτιου μετώπου του Αγ. Κοσμά σε όλη τη διάρκεια του επενδυτικού προγράμματος. Η ανάλυση πραγματοποιείται σε δυο επίπεδα: επιδράσεις στην ευρύτερη περιοχή της ανάπλασης (μικροοικονομικές επιδράσεις) και επιδράσεις στο σύνολο της οικονομίας (μακροοικονομικές επιδράσεις).
Στην ευρύτερη περιοχή της ανάπλασης, η κατασκευή και η λειτουργία των προβλεπόμενων εγκαταστάσεων αναμένεται να τονώσουν τη ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες και δημιουργούν δημοσιονομικά έσοδα και θέσεις απασχόλησης. Επιπλέον, τα εισοδήματα, αλλά και η τεχνογνωσία που δημιουργούνται από το έργο, εκτιμάται ότι επιδρούν στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, καθώς πρόκειται για έργο με ιδιαίτερα υψηλό προϋπολογισμό. Παράλληλα, το τίμημα που λαμβάνει το Ελληνικό Δημόσιο για τις μετοχές της Ελληνικό Α.Ε. αναμένεται να έχει αξιοσημείωτο δημοσιονομικό αντίκτυπο.
Μικροοικονομικές επιδράσεις
Σύμφωνα με τις σχετικές εκτιμήσεις, τα έσοδα λειτουργίας (κύκλος εργασιών των αναπτύξεων) που αναμένεται να δημιουργήσει η εκμετάλλευση των εγκαταστάσεων του Ελληνικού ανέρχονται σε 2,4 δισ. ευρώ προς το τέλος της 25ετίας (το 2041), ενώ κατά μέσο όρο στη διάρκεια της περιόδου υπολογίζονται σε 1,4 δισ. ευρώ ετησίως. Το μεγαλύτερο τμήμα των εσόδων κατά την 25-ετή περίοδο που εξετάζει η μελέτη αναμένεται να προέλθει από τη δραστηριότητα των εμπορικών κέντρων και των γραφείων (76%), ενώ σημαντικό μερίδιο προέρχεται από τις δραστηριότητες αναψυχής (12%), καθώς και από τη λειτουργία των ξενοδοχειακών μονάδων (7%).
Άμεσα οφέλη θα προκύψουν και από τα δημοσιονομικά έσοδα του έργου, τα οποία δεν περιορίζονται στο τίμημα για τη μεταβίβαση των μετοχών, αλλά επεκτείνονται και σε πόρους από άμεση και έμμεση φορολόγηση της οικονομικής δραστηριότητας και του πλούτου που αναμένεται να δημιουργηθεί. Τα φορολογικά έσοδα από την κατασκευαστική δραστηριότητα και τη λειτουργία των επιμέρους επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αναμένεται να πλησιάσουν τα 14,1 δισ. ευρώ συνολικά στην 25ετία (κατά μέσο όρο 563 εκατ. ευρώ ετησίως).
Ως μεγαλύτερη πηγή εσόδων για το δημόσιο προσδιορίζεται ο ΦΠΑ με μερίδιο 57% στο σύνολο των αναμενόμενων φορολογικών εισροών. Έπονται οι ασφαλιστικές εισφορές (16%), ο φόρος μεταβίβασης (14%) και η εταιρική φορολογία (11%). Τα έσοδα από προσωπική φορολόγηση και ΕΝΦΙΑ εκτιμάται ότι θα συνεισφέρουν το 1% των συνολικών φορολογικών εσόδων.
Από τη δυνατότητα των υποδομών να προσελκύσουν επισκέπτες, οι οποίοι εναλλακτικά θα κατευθύνονταν σε προορισμούς εκτός της χώρας, κρίνεται εν τέλει σε μεγάλο βαθμό κατά πόσο τα παραπάνω μικροοικονομικά οφέλη από τη λειτουργία των εγκαταστάσεων θα συνεισφέρουν στην οικονομία στο σύνολό τους ή εν μέρει θα υποκαταστήσουν ήδη υφιστάμενη δραστηριότητα.
Η ικανότητα δημιουργίας νέας ζήτησης δεν είναι εφικτό να προσδιοριστεί εκ των προτέρων, ωστόσο η ανάπτυξη εγκαταστάσεων, όπως σύγχρονο συνεδριακό κέντρο, υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, καζίνο και μαρίνα, έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει μέρους του ανεκμετάλλευτου δυναμικού της χώρας και της Αθήνας συγκεκριμένα, στην ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού (όπως συνεδριακό, ιατρικό και city break) και με αυτόν τον τρόπο να δημιουργήσειτη νέα ζήτηση που απαιτείται για να θεωρηθούν οι παραπάνω μικροοικονομικές επιδράσεις ως καθαρό όφελος για την εθνική οικονομία στο σύνολό τους.
Μακροοικονομικές επιδράσεις
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η επενδυτική δραστηριότητα και οι συνέργειες που θα προκύψουν από την αξιοποίηση της περιοχής του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού οδηγούν σε ενίσχυση των υποδομών, της οικοδομικής δραστηριότητας και των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας, σε τόνωση των εισοδημάτων με ενδογενή αλλά και αυτόνομη, μόνιμη άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης, και τέλος σε θετική επίδραση στο ισοζύγιο πληρωμών από την ανάλογη εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων.
Οι παράγοντες ζήτησης που συνδέονται με την κατασκευή και λειτουργία του έργου (εκτέλεση του επενδυτικού προγράμματος, δημιουργία εισοδημάτων από τη λειτουργία του έργου, ενίσχυση των τουριστικών εισπράξεων από το εξωτερικό) αναμένεται να επιφέρουν υψηλότερο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε όλη τη διάρκεια της κατασκευής του έργου.
Στο τέλος της υπό εξέταση περιόδου (2016-2041), οι παράγοντες ζήτησης εκτιμάται ότι οδηγούν το ΑΕΠ της χώρας σε επίπεδο που θα είναι κατά 5,4 δισ. ευρώ ή 1,7% υψηλότερο, σε σύγκριση με το επίπεδο που θα έχει το ΑΕΠ εάν δεν πραγματοποιηθεί το έργο. Σημειώνεται η ιδιαίτερα αισθητή συμβολή του έργου στη δημοσιονομική σταθεροποίηση, με την ενίσχυση των πρωτογενών πλεονασμάτων αλλά και στη μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, τόσο λόγω των πλεονασμάτων που δημιουργεί η αυξημένη δραστηριότητα αλλά και λόγω της ανόδου του ονομαστικού ΑΕΠ. Επιπλέον, οι παράγοντες προσφοράς που εκφράζονται από την άνοδο της παραγωγικότητας και της δυνητικής παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας αναμένεται να ενισχύσουν το ΑΕΠ κατά 2,0 δισ. ευρώ (+0,6%) το 2041.
Συνολικά, η επένδυση στο Ελληνικό, πέραν των σημαντικών, αλλά μη απτών επιδράσεων (αξιοπιστία, πολιτισμός κλπ.), αναμένεται να οδηγήσει το ΑΕΠ σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο. Στο τέλος της περιόδου (το έτος 2041) το ΑΕΠ αναμένεται να είναι κατά 7,42 δισ. ευρώ (2,4%) υψηλότερο από αυτό που θα είναι αν δεν πραγματοποιηθεί η επένδυση.
Σε όρους απασχόλησης, ο αριθμός των εργαζομένων που αναμένεται να απασχοληθούν στις δραστηριότητες κατασκευής και λειτουργίας των εγκαταστάσεων του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού - Άγιου Κοσμά αυξάνεται διαχρονικά, καθώς τίθενται σε λειτουργία οι εγκαταστάσεις που προβλέπει το πρόγραμμα, ενώ συνεχίζεται η κατασκευαστική δραστηριότητα. Η απασχόληση στην περιοχή αναμένεται να ξεπεράσει τα 25.000 άτομα στα μέσα της δεκαετίας του 2030, ενώ τα επόμενα έτη με την ολοκλήρωση του κατασκευαστικού έργου, αλλά και με την πληρέστερη ανάπτυξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, εκτιμάται ότι σε ετήσια βάση θα συντηρούνται περί τις 21.000 θέσεις εργασίας.
Πρόκειται για μόνιμες θέσεις εργασίας που, σε ένα μεγάλο βαθμό, θα καλυφθούν από τους κατοίκους των όμορων δήμων, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας. Λαμβάνοντας υπόψη τις ευρύτερες μακροοικονομικές αλληλεπιδράσεις, εκτιμάται ότι η επενέργεια της ανάπλασης στην απασχόληση στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας θα ξεπεράσει τις 90.000 πρόσθετες θέσεις εργασίας το 2041, όπου 75.000 προέρχονται από την επίδραση των παραγόντων ζήτησης και 15.000 από την επίδραση των παραγόντων προσφοράς.
Άμεση μείωση του δημοσίου χρέους
Η μεταβίβαση των μετοχών προσφέρει πόρους στο Ελληνικό Δημόσιο, οι οποίοι μπορεί να αξιοποιηθούν για την άμεση μείωση του δημοσίου χρέους (αγορά χρέους). Με τη μεταβίβαση αυτή αποφεύγεται η εφαρμογή ισοδύναμης περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής μείωσης του χρέους που αναγκαστικά θα έχει υφεσιακές επιπτώσεις στην οικονομία, δηλαδή απώλειες προϊόντος και θέσεων εργασίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, με τη μεταβίβαση των μετοχών αποφεύγεται η απώλεια 10.000 θέσεων εργασίας καθώς και μια υποχώρηση του ΑΕΠ έως κατά 0,2% (0,3 δισ. ευρώ) το πρώτο έτος εφαρμογής της συμφωνίας, από την ισοδύναμη περιοριστική δημοσιονομική πολιτική που θα έπρεπε να εφαρμοστεί για την κάλυψη του κενού που θα δημιουργηθεί στο επίπεδο του χρέους.
Στη συνέχεια, καταγράφονται μικρότερες, αλλά υπολογίσιμες αρνητικές επιδράσεις σε ορίζοντα δεκαπενταετίας. Επομένως, το έργο του Ελληνικού αναμένεται να συμβάλλει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, στη δημοσιονομική προσαρμογή και στη μείωση του δημόσιου χρέους. Το έργο στο Ελληνικό, πέραν ότι βελτιώνει το πρωτογενές πλεόνασμα, ενισχύει παράλληλα και το ονομαστικό ΑΕΠ - και οι δυο αυτοί παράγοντες δρουν προς την κατεύθυνση της μείωσης του λόγου του χρέους προς ΑΕΠ. Ειδικότερα, ο λόγος του χρέους προς ΑΕΠ εμφανίζει επιταχυνόμενη υποχώρηση στο σενάριο της πραγματοποίησης του έργου και είναι μειωμένος κατά 15 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στο τέλος της περιόδου.
Καταληκτικά, το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι «ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία είναι η ανεπάρκεια των εγχωρίων αποταμιεύσεων για τη στήριξη ενός επενδυτικού προγράμματος που θα εξασφαλίζει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανόδου και παράλληλα θα ικανοποιεί τους φιλόδοξους στόχους δημοσιονομικής προσαρμογής. Η εισροή πόρων από το εξωτερικό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας και την οριστική της έξοδο από την κρίση. Επομένως, εκείνο που απαιτείται τώρα είναι η ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας ως ένας ασφαλής επενδυτικός προορισμός».
Η μεταβίβαση των μετοχών και ακολούθως η αξιοποίηση της περιοχής μπορούν να συνδράμουν με καταλυτικό τρόπο προς αυτή την κατεύθυνση, στέλνοντας ένα ισχυρό σήμα ότι η Ελλάδα είναι ένας ασφαλής και ελκυστικός επενδυτικός πόλος. Η περιοχή του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού λόγω του μεγέθους της έκτασης, του μήκους του παραλιακού μετώπου, αλλά και της εγγύτητάς της στο μητροπολιτικό κέντρο των Αθηνών, αποτελεί ένα ιδιαίτερα προνομιακό και σπάνιο περιουσιακό στοιχείο σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο, που αναμένεται να έχει πολλαπλές θετικές επιδράσεις στην εγχώρια οικονομία και κοινωνία.
Το έργο του Ελληνικού αναμένεται να συμβάλλει στην ενίσχυση των αναπτυξιακών ρυθμών ανόδου της ελληνικής οικονομίας, στη δημοσιονομική προσαρμογή και τη μείωση του δημόσιου χρέους. Παράλληλα όμως θα είναι ιδιαίτερα σημαντική η συμβολή του στη γενικότερη πολιτιστική, τουριστική και περιβαλλοντική αναβάθμιση της περιοχής της Αττικής, καταλήγει η μελέτη του ΙΟΒΕ.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr