Τα παραπάνω σημειώνει το περιοδικό «The Banker» του Ομίλου Financial Times με αφορμή τη συνέντευξη με τον CFO του ομίλου Alpha Bank.
«Επικρατεί ευρέως η πεποίθηση ότι η Ελλάδα θα έχει καλές επιδόσεις, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της ευρωζώνης», λέει ο κ. Παπαγαρυφάλλου στο “The Banker”. Η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί κατά 2,3% φέτος, σύμφωνα με τις οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ η ευρωζώνη ενδέχεται να επιτύχει μέση αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ μόλις κατά 0,6%.
«Ενώ τα τελευταία χρόνια υπήρχαν πολλά ερωτήματα σχετικά με τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και την ποιότητα του ενεργητικού, τώρα τα ερωτήματα επικεντρώνονται πραγματικά στην ανάπτυξη, την κερδοφορία και την επιστροφή αξίας προς τους μετόχους», λέει ο κ. Παπαγαρυφάλλου.
Μέσω πωλήσεων και τιτλοποιήσεων, η Alpha Bank έχει μειώσει σημαντικά τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ο οποίος το 2019 ήταν 45%, σύμφωνα με την S&P, αλλά τώρα βρίσκεται περίπου στο 6%, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η τράπεζα. Η Alpha Bank σχεδιάζει να τον μειώσει ακόμη περισσότερο φέτος.
Πέρυσι, η τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελλάδας, με βάση το ενεργητικό της, εμφάνισε, επίσης, ισχυρή κερδοφορία, με προσαρμοσμένα καθαρά κέρδη ύψους 780 εκατ. ευρώ, αυξημένα σχεδόν κατά 100% σε σχέση με το 2022. Τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξήθηκαν κατά περίπου 41% σε ετήσια βάση σε 1,65 δισ. ευρώ.
Ο κ. Παπαγαρυφάλλου σημειώνει ότι η τράπεζα έχει επίσης ανακτήσει πλήρως την πρόσβαση στις αγορές ομολόγων, τις οποίες αξιοποιεί τακτικά για την αύξηση των εποπτικών της κεφαλαίων και την έκδοση υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας τίτλων. «Σε ό,τι αφορά στην κεφαλαιακή μας θέση, μπορούμε να υποστηρίζουμε με οργανικό τρόπο την ανάπτυξη της Τράπεζας και το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε πολύ καλή θέση για να στηρίξει την ανάπτυξη, κυρίως στην επιχειρηματική τραπεζική, καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης στη λιανική τραπεζική παραμένουν υποτονικοί», προσθέτει.
Η Alpha Bank, έχοντας ολοκληρώσει αυτό που περιέγραψε ο κ. Παπαγαρυφάλλου ως «ριζική μεταμόρφωση» της τράπεζας μετά την κρίση χρέους, επικεντρώνεται τώρα, όπως λέει ο ίδιος, στην αύξηση της κερδοφορίας και της επιστροφής αξίας προς τους μετόχους, συμπεριλαμβανομένου του πιο πρόσφατου και μεγαλύτερου επενδυτή της, της UniCredit, η οποία αγόρασε το 9% των μετοχών που κατείχε προηγουμένως το ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, έναντι 293,5 εκατ. ευρώ τον περασμένο Νοέμβριο. Ήταν η πρώτη επένδυση μεγάλου ευρωπαϊκού στρατηγικού παίκτη στον ελληνικό τραπεζικό τομέα μετά το ξέσπασμα της κρίσης χρέους.
Η Alpha Bank σχεδιάζει να αρχίσει να διανέμει και πάλι μερίσματα στους μετόχους της μόλις λάβει την έγκριση των ρυθμιστικών αρχών, κάτι που αναμένεται να γίνει μέσα στο δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
O κ. Παπαγαρυφάλλου αναφέρει ότι η τράπεζα θα ξεκινήσει από ένα χαμηλότερο επίπεδο διανομής κερδών, το οποίο σταδιακά θα αυξάνεται. «Πρέπει να δείξουμε σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ότι έχουμε βιώσιμη κερδοφορία και ότι είμαστε σε θέση να αυξάνουμε τα κεφάλαιά μας με οργανικό τρόπο», σημειώνει. «Πρόκειται για ένα διαρκές στοίχημα εμπιστοσύνης το οποίο κερδίζουμε», καταλήγει.
Η συγχώνευση με τη UniCredit
Τον Οκτώβριο, η UniCredit και η Alpha Bank ανακοίνωσαν ότι θα συγχωνεύσουν τις ρουμανικές θυγατρικές τους, δημιουργώντας την τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα στη χώρα, με βάση το συνολικό ενεργητικό. Η Alpha Bank θα διατηρήσει μειοψηφικό μερίδιο (9,9%) στη συγχωνευμένη τράπεζα. Η συναλλαγή αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του τρέχοντος έτους, με την επιφύλαξη της ολοκλήρωσης του due diligence και των εταιρικών εγκρίσεων για τη συγχώνευση.
«Στη Ρουμανία, σκεφτήκαμε ότι είναι καλύτερο για εμάς να ενταχθούμε σε μία πολύ μεγαλύτερη τράπεζα και να γίνουμε μέτοχοι μειοψηφίας», εξηγεί ο κ. Παπαγαρυφάλλου, προσθέτοντας ότι η μετοχική δομή της συγχωνευμένης τράπεζας προσφέρει περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης με την UniCredit στο τιμόνι. «Το να κατέχουμε μειοψηφικό μερίδιο είναι ένας κεφαλαιακά πολύ πιο αποδοτικός τρόπος για να εκμεταλλευτούμε τις μεγάλες δυνατότητες της ρουμανικής αγοράς».
Στην ελληνική αγορά, η εμπορική συνεργασία μεταξύ των δύο τραπεζών προβλέπει τη διανομή τραπεζοασφαλιστικών προϊόντων επενδυτικού τύπου (unit-linked) και προϊόντων διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της UniCredit στους 3,5 εκατ. πελάτες της Alpha Bank. Οι τράπεζες θα συστήσουν επίσης κοινοπραξία σε τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα, με την UniCredit να γίνεται μέτοχος κατά 51% της AlphaLife.
Σημαντικές δυνατότητες στο wealth management
Στον τομέα του wealth management, ο κ. Παπαγαρυφάλλου αναφέρει ότι υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες, διότι η αγορά εμφανίζει χαμηλή διείσδυση στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. «Θέλουμε να τοποθετηθούμε καλύτερα προς τους mass affluent πελάτες», λέει.
«Υπάρχουν μεγάλα περιθώρια να πουλήσουμε αμοιβαία κεφάλαια και ασφαλιστικά προϊόντα επίσης μέσω συμφωνιών διανομής με τους εταίρους μας και να λάβουμε περισσότερες προμήθειες και να διαφοροποιήσουμε τις πηγές εσόδων μας. Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικά κεφάλαια εύπορων Ελλήνων πελατών στο εξωτερικό, τα οποία αναμένουμε σταδιακά να επιστρέψουν στη χώρα. Θέλουμε να είμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι για να αξιοποιήσουμε αυτή τη δυναμική».
Η Alpha Bank εξετάζει, επίσης, άλλους τομείς εμπορικής συνεργασίας με την UniCredit, συμπεριλαμβανομένων του transaction banking, των πληρωμών, του συναλλάγματος και των κοινοπρακτικών δανείων.
Ο κ. Παπαγαρυφάλλου λέει ότι τα υγιή δημοσιονομικά μεγέθη και η μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα συμβάλλουν επίσης στην αντιστροφή του brain drain που βίωσε η χώρα κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους, όταν το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 25% και η ανεργία αυξήθηκε κατά το ίδιο ποσοστό.
Τα τελευταία δύο χρόνια, οι άνθρωποι επιστρέφουν, λέει: «Έχουμε δει καλή εισροή ταλέντων». Για να προσελκύσει και να διατηρήσει τα ταλέντα, ο κ. Παπαγαρυφάλλου λέει ότι η τράπεζα αναμορφώνει την εταιρική της διακυβέρνηση και επεκτείνει τις λειτουργίες ψηφιακής τραπεζικής με άνοιγμα λογαριασμού μισθοδοσίας και πωλήσεις πιστωτικών καρτών.
Η πράσινη μετάβαση παρουσιάζει επίσης, σύμφωνα με τον CFO της Alpha Bank,ευκαιρίες για την τράπεζα, η οποία επικεντρώνεται σε επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως ηλιακά και αιολικά πάρκα. Ωστόσο, ο κ. Παπαγαρυφάλλου προσθέτει ότι ο ρυθμός της πράσινης μετάβασης και το κόστος για την ελληνική οικονομία είναι σίγουρα ένα ερωτηματικό. «Μήπως προχωράμε πολύ γρήγορα [την απολιγνιτοποίηση] και τι σημαίνει αυτό για την οικονομία;», αναρωτιέται.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr