Όπως σημειώνεται στην στήλη, «το ταμείο διάσωσης των ελληνικών τραπεζών (ΤΧΣ) τον περασμένο μήνα πούλησε το 27% της Τράπεζας Πειραιώς έναντι 1,35 δισ. ευρώ. Είχε μάλιστα αρκετή ζήτηση για να καλύψει τη δευτερεύουσα πώληση αμέσως μετά το άνοιγμα του βιβλίου και η τιμολόγηση ήταν με ένα οριακό premium σε σχέση με την τιμή της μετοχής πριν ανακοινωθεί. Είχε προηγηθεί η αρχική δημόσια προσφορά του αεροδρομίου της Αθήνας, τον Φεβρουάριο. Στα τέλη του περασμένου έτους, η κυβέρνηση επίσης πούλησε μερίδια της Εθνικής Τράπεζας, της Eurobank και της Alpha Bank».
Η στήλη χαρακτηρίζει την Ελλάδα ως ένα «ένα απροσδόκητα αγαπημένο παιδί των αγορών» (unlikely market darling) και τονίζει πως η χώρα έχει καταγράψει αξιοσημείωτη ανάκαμψη μετά την οικονομική κρίση, με τους μισθούς να μειώνονται, την ανταγωνιστικότητα να βελτιώνεται και το ΑΕΠ να εμφανίζει υγιή ανάπτυξη. Παράλληλα, επισημαίνει πως ο δείκτης της εγχώριας χρηματιστηριακής αγοράς σημείωσε άνοδο σχεδόν 40% τον περασμένο χρόνο, υπεραποδίδοντας έναντι του S&P 500. Το 10ετές ομόλογο έχει απόδοση 3,2%, πολύ κάτω από το ιταλικό (3,6%) και το βρετανικό (4%).
Η ανάκαμψη έχει ωφελήσει ιδιαίτερα τις ελληνικές τράπεζες. Ο κλάδος έχει μειώσει το κόστος του πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρώπης. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μειωθεί στο 5%, από το υψηλό γύρω στο 40%. Οι αποδόσεις των ιδίων κεφαλαίων είναι διψήφιες, πλησιάζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σε συνδυασμό με τις χαμηλές αποτιμήσεις, καθώς τα P/E διαμορφώνονται περίπου στις 6 φορές, με discount 15% σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, εξηγείται το μεγάλο ενδιαφέρον των αναλυτών, σημειώνουν οι Financial Times.
Οι ελληνικές τράπεζες, με κυμαινόμενα δάνεια και πολύ σταθερές καταθέσεις, επωφελήθηκαν από την αύξηση των επιτοκίων, καθώς είναι λιγότερο εκτεθειμένες στον επερχόμενο κύκλο μείωσης.
Πράγματι, τα καθαρά έσοδα από τόκους αναμένονται σταθερά φέτος, σύμφωνα με την Jefferies. Και, αναμφισβήτητα, οι ελληνικές τράπεζες, που δραστηριοποιούνται σε μια ενοποιημένη αγορά με τέσσερις βασικούς ομίλους, αξίζουν ένα διαρθρωτικό premiumέναντι των ομοτίμων τους.
Αυτό, φυσικά, προϋποθέτει ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίζει να τα πηγαίνει καλά. Η χώρα παραμένει υπερχρεωμένη και εξαρτάται από τα έσοδα από τον τουρισμό, τα οποία σημείωσαν άνθηση μετά την Covid.
Αλλά με κονδύλια της ΕΕ ύψους 17% του ΑΕΠ που προορίζονται για την ανοικοδόμηση και την ανάκαμψή της, και μια κυβέρνηση σταθερή, η χώρα είναι πολλά υποσχόμενη επενδυτικά και το επόμενο έτος, καταλήγει η στήλη Lex.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr