«Δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε δανεισμό οι επιχειρήσεις και ιδιώτες που δεν ικανοποιούν τα βασικά τραπεζικά κριτήρια. Οι λόγοι που τα βασικά τραπεζικά κριτήρια ενδέχεται να μην ικανοποιούνται από αυτές τις οικονομικές μονάδες, είναι πολλοί: είτε γιατί έχουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια, είτε γιατί έχουν αρρύθμιστες φορολογικές ή ασφαλιστικές εισφορές, είτε γιατί έχουν ξεπεράσει τα όρια των κρατικών επιχορηγήσεων, είτε έχουν αρνητικά ίδια κεφάλαια, ή γιατί είναι ήδη υπερδανεισμένες. Με άλλα λόγια, ανήκουν σε μια κατηγορία που για τις ανάγκες του δανεισμού τις καθιστά προβληματικές ως προς την πιθανότητα αποπληρωμής των συνολικών υποχρεώσεων τους», δήλωσε.
Ο κος Χαντζηνικολάου επεσήμανε ότι «οι τράπεζες είναι εποπτευόμενες οικονομικές μονάδες, γιατί δέχονται καταθέσεις και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιστρέψουν αυτές τις καταθέσεις όταν οι καταθέτες τις απαιτήσουν. Και για να είναι αυτό δυνατόν, τα δάνεια τα οποία δίνουν πρέπει να είναι επίσης εισπράξιμα. Εάν τα δάνεια σταματούν να είναι εισπράξιμα, υπονομεύεται η ικανότητα των τραπεζών να ανταποκριθούν στην υποχρέωση επιστροφής των καταθέσεων στους καταθέτες».
Το τραπεζικό σύστημα έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια ελαστικότητας και ερμηνείας των εποπτικών κανόνων, ώστε να ανταποκριθεί στη κρίση της πανδημίας. Εκτός από την χρηματοδότηση, έχει προβεί σε μεγάλο αριθμό ρυθμίσεων οφειλών, και αναστολών των αποπληρωμών – τα λεγόμενα μορατόρια, σημείωσε.
«Θα ήθελα λοιπόν να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Όση κατανόηση και να υπάρχει για την κρίση που περνάμε, οι τράπεζες δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα εποπτικά και πιστοδοτικά κριτήρια που διέπουν την λειτουργία τους, και πιο συγκεκριμένα δεν μπορούν να δώσουν δάνεια σε οικονομικές μονάδες όταν η ικανότητα εξυπηρέτησης και η δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων ή δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί. Αντιλαμβάνομαι πως και αυτές οι οικονομικές μονάδες έχουν ανάγκη ρευστότητας. Το τραπεζικό σύστημα όμως δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση. Η πρόκληση αυτή ξεπερνάει τους βασικούς και αδιαπραγμάτευτους θεσμικούς κανόνες που διέπουν την λειτουργία του. Και το ξεπερνάει γιατί αν διοχετεύσει την ρευστότητα που έχει – δηλαδή τα χρήματα των καταθέσεων και τα δικά του κεφάλαια - σε δανειολήπτες που δεν ικανοποιούν τα εποπτικά και πιστοδοτικά κριτήρια, θα δημιουργηθούν νέα κόκκινα δάνεια. Δηλαδή ένα νέο κύμα κόκκινων δανείων, θα μας πάει ένα βήμα πίσω (και ίσως παραπάνω) στην ηράκλεια προσπάθεια που κάνουμε να μειώσουμε τα κόκκινα δάνεια που κληρονομήσαμε από την πολυετή κρίση».
«Η συγκεκριμένη πρόκληση της χρηματοδότησης οικονομικών μονάδων, οι οποίες δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τις τράπεζες, μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο από το κράτος που μπορεί να μεταφέρει πόρους, αν το κρίνει εφικτό, προς αυτό τον σκοπό, μέσω επιδοτήσεων. Το πρόγραμμα της επιστρεπτέας προκαταβολής και η επιδότηση των θέσεων εργασίας είναι τέτοια παραδείγματα».
Αναφορικά με το μέλλον, ο πρόεδρος της ΕΕΤ επεσήμανε ότι φέτος το τραπεζικό σύστημα θα διαθέσει πάνω από 15 δισ. σε νέες χρηματοδοτήσεις.
Όλες οι λύσεις είναι ευπρόσδεκτες, αλλά πρέπει να αναλυθούν και να συζητηθούν, προκειμένου να αυξήσουμε τα οικονομικά και νομικά μας εργαλεία και λύσεις, ώστε σύντομα ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων να αποτελεί οριστικά παρελθόν, ήταν το σχόλιο για την πρόταση της ΤτΕ για τη δημιουργία bad bank.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr