Ειδικότερα, στο διάστημα αυτό βελτιώθηκε η ποιότητα του χαρτοφυλακίου των δανείων προς τα νοικοκυριά, καθώς παρατηρήθηκε μείωση του λόγου των καταναλωτικών δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των καταναλωτικών δανείων (Μάρτιος 2007: 6,6%, Δεκέμβριος 2006: 6,9%) ενώ σταθερός διατηρήθηκε ο αντίστοιχος λόγος για τη στεγαστική πίστη (3,4%). Επίσης, μειώθηκε περαιτέρω ο λόγος των επιχειρηματικών δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των επιχειρηματικών δανείων (Μάρτιος 2007: 5,8%, Δεκέμβριος 2006: 6%).
Η αποδοτικότητα και η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών διατηρούνται σε επίπεδα που παρέχουν περιθώρια για τη διασφάλιση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και, σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότερη διαχείριση των τραπεζικών κινδύνων, ενισχύουν διαχρονικά την ευρωστία του τραπεζικού συστήματος, καθώς και την εμπιστοσύνη των καταθετών και του επενδυτικού κοινού.
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία για το Μάρτιο του τρέχοντος έτους ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας των ελληνικών τραπεζών παραμένει ικανοποιητικός και σημαντικά υψηλότερος του ελάχιστου απαιτούμενου (8%), τόσο σε επίπεδο τράπεζας όσο και σε επίπεδο τραπεζικών ομίλων (13,3% και 11,4%, αντίστοιχα).
Η Τράπεζα της Ελλάδος, έχει ζητήσει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα από τις τράπεζες για την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τους και την αύξηση του ποσοστού κάλυψης των καθυστερήσεων με προβλέψεις, ούτως ώστε να αποφεύγονται σημαντικές διακυμάνσεις του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, ενόψει μάλιστα της εφαρμογής του νέουεποπτικού πλαισίου (Βασιλεία II).
Παράλληλα, τα νοικοκυριά θα πρέπει να σταθμίζουν προσεκτικά τις δυνατότητές τους για εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις οικονομικές τους προοπτικές, καθώς και το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων.
Όσον αφορά την διεθνοποίηση των τραπεζών έχει μεν ενισχύσει την σταθερότητα των μεμονωμένων ιδρυμάτων, ειδικά προκειμένου για σχετικά μικρές διαταραχές, αλλά έχει επίσης ενισχύσει τον κίνδυνο οι διεθνείς διασυνδέσεις να αυξήσουν το εύρος και την περιπλοκότητα σοβαρών κρίσεων.
Αυτό υπογραμμίζει ότι είναι αναγκαίο, σε εθνικό επίπεδο, οι νομικέςκαι εποπτικές ρυθμίσεις να εξελιχθούν ώστε να ανταποκρίνονται στον συνεχώς εντεινόμενο διεθνή χαρακτήρα των τραπεζών.
Συγκεκριμένα, προκειμένου αφενός να μειωθεί η πιθανότητα μετάδοσης διαταραχών λόγω της παγκοσμιοποίησης του πιστωτικού συστήματος και αφετέρου να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη από την παγκοσμιοποίηση αυτή, θα πρέπει να ενταθεί η συνεργασία των εποπτικών αρχών προς δυο κατευθύνσεις.
Πρώτον, οι επόπτες θα πρέπει να συνεργάζονται στενότερα για τον έλεγχο διασυνοριακών ιδρυμάτων.
Και δεύτερον, οι εποπτικές αρχές κάθε χωράς θα πρέπει να βελτιώνουν συνεχώς τις διαδικασίες διαχείρισης κρίσεων, σε συνεργασία με τις αρχές των χωρών με τις οποίες έχουν κοινές ευθύνες και κοινά συμφέροντα.
Αν και οι ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές των χωρών υποδοχής παραμένουν κατά κύριο λόγο αρμόδιες όσον αφορά διασυνοριακές τράπεζες, γεγονός το οποίο οπωσδήποτε δεν συνάδει με το γεωγραφικό εύρος των δραστηριοτήτων των τραπεζών αυτών, εντούτοις τέτοια πρακτικά μέτρα θα συντελέσουν στη διασφάλιση της σταθερότητας του διεθνούς πιστωτικού συστήματος.
Π. Λεωτσάκος
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr