Το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν συσσωρευμένες προβλέψεις, ύψους 60 δις. ευρώ, αποτελεί μεν υψηλή προστασία, πλην όμως ουδείς βάζει το χέρι του τη φωτιά ότι θα κριθεί προσεχώς ως… υπερεπαρκής. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη (μετά την Κύπρο), το οποίο στα τέλη του α΄ τριμήνου του 2016 έφθασε το 45% όλων των ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών και σε απόλυτα μεγέθη τα 108,6 δισ. ευρώ. Στον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών φθάνει στο 67%, στα στεγαστικά το 42% και στα καταναλωτικά το 55%.
Τα πιο πάνω μεγέθη δεν έχουν ακόμα σταθεροποιηθεί και συνεχίζουν να αυξάνονται, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία σε σχέση με τη μεταβολή (συρρίκνωση) του ΑΕΠ της χώρας. Στο α΄ τρίμηνο του 2016 τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αυξήθηκαν κατά 600 εκατ. ευρώ, αν και εμφάνισαν μια τάση επιβράδυνσης, δεδομένου ότι η αύξηση στο δωδεκάμηνο του 2015 ξεπέρασε τα 4 δισ. ευρώ.
Παρά το μέγεθος του προβλήματος, η κεφαλαιακή βάση του τραπεζικού συστήματος παραμένει ισχυρή, αφού οι αναληφθείσες προβλέψεις φθάνουν στο 50%. Αν δε προσθέσουμε και την αξία των εξασφαλίσεων, τότε η συνολική κάλυψη έναντι κινδύνων φθάνει στο 101% και είναι από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε.
Παρά την ανωτέρω πραγματικότητα, ωστόσο, οι προβλέψεις των τραπεζών φαίνεται ότι δεν είναι «κατανεμημένες» έτσι ώστε να παρέχουν επαρκή κάλυψη σε όλες τις περιπτώσεις δανείων. Σύμφωνα με πληροφορίες, μεγάλο κομμάτι προβληματικών επιχειρήσεων για τις οποίες καταβάλλονται προσπάθειες διάσωσης, μεταξύ αυτών ο όμιλος Μαρινόπουλου, καλύπτονται με προβλέψεις από τις τράπεζες σε ποσοστό από 20% έως 40% των ανοιγμάτων τους. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση της ύπαρξης μεγαλύτερου ποσοστού εξασφαλίσεων από τις ίδιες τις προβληματικές επιχειρήσεις, το γεγονός ότι με αυτές συνδέονται πολλοί προμηθευτές τους (οι οποίοι θα καταρρεύσουν αν καταρρεύσει η προβληματική επιχείρηση), συνιστά κίνδυνο για τις τράπεζες.
Και αυτό διότι αυτομάτως οι τράπεζες θα βρεθούν αντιμέτωπες με πρόσθετες επισφάλειες λόγω της αδυναμίας πληρωμής των προμηθευτών να εκπληρώσουν, με τη σειρά τους, τις υποχρεώσεις τους. Όλο αυτό το σκηνικό καθιστά πολύ πιθανό το ενδεχόμενο, σε περίπτωση που «σκάσουν» μεγάλες επιχειρήσεις και συμπαρασύρουν σε ένα domino effect μικρότερες υγιείς επιχειρήσεις, οι τράπεζες να υποχρεωθούν σε πρόσθετες προβλέψεις.
Για τον SSM μάλιστα, την ευρωπαϊκή εποπτική αρχή, η λήψη πρόσθετων προβλέψεων αιτιολογείται από την προσήλωσή του στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Προφανώς, ο επόπτης δεν θέλει σε καμία περίπτωση οι τράπεζες να βρεθούν ακάλυπτες από ηχηρά επιχειρηματικά «κανόνια», τα οποία θα δημιουργούσαν «τρύπες» στην κεφαλαιακή τους επάρκεια, όταν μάλιστα αυτή «κατοχυρώθηκε», μόλις στα τέλη του 2015, με μία εσπευσμένη και υπό δύσκολες συνθήκες τρίτη ανακεφαλαιοποίηση.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr