Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr

«Πράγματα ξεπερασμένα, όπως οι δασμοί και οι εμπορικοί πόλεμοι», επανέρχονται στο προσκήνιο, επισημαίνει ο κ. Γεωργόπουλος, λέγοντας πως πρόκειται για ένα «σπιράλ χωρίς τέλος», αφού ξεκινήσαμε με δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο, ακολούθησαν οι απειλές για δασμούς στα αλκοολούχα ποτά και το κρασί, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα δώσουν τη σκυτάλη σε άλλους επαπειλούμενους δασμούς σε πλήθος προϊόντων – με ό,τι, φυσικά, αυτό συνεπάγεται.
Ο κ. Γεωργόπουλος, μιλώντας εκ της θέσεως του στον Σύνδεσμο Ελληνικού Οίνου, αλλά και ως νομικός – είναι, μάλιστα, κάτοχος της ευρωπαϊκής έδρας Jean Monnet αμπελοοινικού δικαίου (The Wine & Law Program) του Πανεπιστημίου της Reims – μας εξηγεί ότι οι δασμοί της τάξης του 200% είναι ένα καταστροφικό και τρομακτικό σενάριο για τις εξαγωγές ελληνικού οίνου στις Ηνωμένες Πολιτείες, αφού ένα τόσο μεγάλο ποσοστό δασμών «καθιστά εξαρχής τους όρους μη βιώσιμους». Αυτό συμβαίνει, καθώς το 200% υπερκαλύπτει το περιθώριο κέρδους του διανομέα, αλλά και του τελικού πωλητή και δεν αφήνει κανένα περιθώριο εκπτώσεων, ενώ η επιβάρυνση δεν τελειώνει εκεί, αφού μετά θα έρθει, ως επιπρόσθετο βάρος, και ο φόρος.
Σε περίπτωση, επομένως, που επιβληθούν πράγματι τόσο μεγάλοι δασμοί στα ευρωπαϊκά ποτά, χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία, για τις οποίες η αμερικανική αγορά αποτελεί τον κύριο προορισμό εξαγωγής οίνου σε αξία εκτός ΕΕ, θα βρεθούν αντιμέτωπες με σοβαρό πρόβλημα. Ιδίως για την Ελλάδα, οι εξαγωγές της οποία δεν έχουν το μέγεθος των άλλων χωρών, το πρόβλημα δεν θα ήταν απλώς μεγάλο, αλλά ζήτημα επιβίωσης. Μία τέτοια εξέλιξη, «θα καταδίκαζε τις ελληνικές εξαγωγές και μεγάλο μέρος του ελληνικού αμπελώνα», μας λέει χαρακτηριστικά ο Άρης Σουλτάνος, ο οποίος την τελευταία δεκαετία ασχολείται αποκλειστικά με την εισαγωγή ελληνικού φυσικού οίνου στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, όπως τα επεξεργάστηκε η Κεντρική Συνεταιριστική Ένωση Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ), οι ελληνικές εξαγωγές οίνου στις ΗΠΑ παρουσίασαν σημαντική αύξηση κατά 25,85% το 2022 έναντι του 2021 (ως προς την αξία τους), αγγίζοντας τα 17.892.328 ευρώ. Παράλληλα, αξιοσημείωτη είναι και η αύξηση της μέσης τιμής πώλησης εξαγόμενου οίνου στις Ηνωμένες Πολιτείες: το 2007 (δηλαδή τέσσερα χρόνια από την έναρξη της εξαγωγικής «εκστρατείας» προς τις ΗΠΑ) η μέση τιμή πώλησης ήταν στα 3 ευρώ/κιλό, το 2019 διαμορφωνόταν στα 5,50 ευρώ/κιλό, ενώ εντός του 2022 έφτασε στα 6,37 ευρώ/κιλό, καταγράφοντας άνοδο της τάξης του 14,40% σε σχέση με το 2021.
Συνοπτικά, τα μεγέθη του 2022, εν συγκρίσει με το προ πανδημίας έτος 2019, παρουσιάζουν εντυπωσιακή αυξητική εξέλιξη ως προς την αξία, ενισχυόμενα κατά 34,06%, και ως προς την ποσότητα, με +17,32%, ενώ την ίδια στιγμή η μέση τιμή πώλησης υπολογίζεται πως κινήθηκε ανοδικά κατά 14,36%. Αυτό αποδεικνύει πως οι ΗΠΑ αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, την πιο δυναμική αγορά εκτός ΕΕ για το ελληνικό κρασί, με τις αγορές του Καναδά και του Ηνωμένου Βασιλείου να έπονται στην κατάταξη.
Όπως εξηγεί στο Reporter.gr ο κ. Γεωργόπουλος, ουσιαστική λύση στο πρόβλημα που θα προκαλούσαν οι δασμοί Τραμπ δεν υπάρχει. Ακόμη κι αν ενισχυόταν η κατανάλωση σε άλλες αγορές με θετικές προοπτικές για τον ελληνικό οίνο – όπως, οι σκανδιναβικές χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο (χάρη στο έντονο ελληνικό στοιχείο) και η (δειλά προς το παρόν) αναπτυσσόμενη αγορά της Ιαπωνίας – το κενό που θα άφηνε πίσω της η αμερικανική αγορά δεν θα μπορούσε να καλυφθεί. Παράλληλα, ακόμη και σε θεσμικό επίπεδο η πίεση που θα μπορούσε να ασκηθεί από φορείς, όπως είναι, για παράδειγμα, ο Σύνδεσμος Ελληνικού Οίνου και η Comité Européen des Entreprises Vins (CEEV), της οποίας ο ΣΕΟ είναι μέλος από το 1960, θα ήταν, με ρεαλιστικούς όρους, αμελητέα.
Οι αυξανόμενες προκλήσεις για τον ελληνικό (φυσικό) οίνο
Τόσο ο κ. Γεωργόπουλος, όσο και ο κ. Σουλτάνος, αλλά και ο Έλληνας οινοποιός από τη Σέριφο Χρήστος Χρυσολωράς εκτιμούν ότι μία υποχώρηση του ελληνικού οίνου από την αμερικανική αγορά, θα οδηγούσε στην ισχυροποίηση άλλων χωρών, οι οποίες θα μπορούσαν να πληρώσουν το κενό. Τέτοιες χώρες είναι, μεταξύ άλλων, η Χιλή και η Αργεντινή, η Νότια Αφρική και η Αυστραλία, που ούτως ή άλλως κατέχουν σημαντικό μερίδιο στην αγορά και είναι πολύ ανταγωνιστικές σε επίπεδο κόστους. Ο κ. Γεωργόπουλος, μάλιστα, επισημαίνει ότι επί της ουσίας μιλάμε για έναν απότομο τριπλασιασμό της τιμής του ελληνικού κρασιού από τη μία μέρα στην άλλη, στην καλύτερη περίπτωση, γεγονός που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μία στροφή των καταναλωτών σε άλλα, φθηνότερα, ποτά, όπως η μπύρα.
Καθώς, λοιπόν, είναι βέβαιο ότι η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού οίνου θα έπεφτε κατακόρυφα, προκύπτει και το ερώτημα πόσο μεγάλο θα ήταν το πλήγμα για τα ελληνικά κρασιά φυσικής οινοποίησης, που τα τελευταία χρόνια απέκτησαν φανατικούς θαυμαστές στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Άρης Σουλτάνος μας εξηγεί ότι η εφαρμογή τόσο εξωφρενικών δασμών θα καταδίκαζε τους πιο «περιθωριακούς» παίκτες, όπως η Ελλάδα, και, δη, τα μικρά οινοποιεία και τις σπάνιες γηγενείς ποικιλίες. Παρά το ότι την περίοδο του κορονοϊού οι εισαγωγές ελληνικού φυσικού οίνου στις ΗΠΑ κινήθηκαν ανοδικά, την τελευταία διετία δεν έχουν γλιτώσει την ύφεση, όπως επισημαίνει, καθώς η πληθωριστική πίεση εκτόξευσε το κόστος (σε υλικά συσκευασίας, μεταφορικά, logistics), αυξάνοντας το ήδη υψηλό ρίσκο. Έτσι, τα μικρά οινοποιεία που είναι ευπρόσβλητα στις κρίσεις, αφού έχουν ούτως ή άλλως αυξημένα κόστη παραγωγής και οι σοδειές επηρεάζονται άμεσα από την απόδοση των αμπελιών ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, γίνονται εύκολα λιγότερο ελκυστικά και, άρα, ο φυσικός οίνος λιγότερο εξαγώγιμος.
Η κατάσταση, δε, επιδεινώνεται, εάν συνυπολογίσουμε και τα επιπρόσθετα κόστη για τις αναλύσεις και πιστοποιήσεις που είναι αναγκαίες, προκειμένου ο φυσικός οίνος να «περάσει» τα σύνορα, και οι οποίες τα τελευταία χρόνια γίνονται όλο και περισσότερες.
Και σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί το απαρχαιωμένο tree-tier-system, το οποίο έχει «ξεμείνει» στις ΗΠΑ από την εποχή της ποτοαπαγόρευσης και επιβάλλει, όπως μας εξηγεί ο κ. Σουλτάνος, η πώληση αλκοολούχων ποτών να γίνεται υποχρεωτικά σε τρία στάδια. Έτσι, ο εισαγωγέας επιτρέπεται να πουλήσει μόνο στον διανομέα, ο οποίος με τη σειρά του προμηθεύει τον εκάστοτε λιανοπωλητή. Αυτό, πρακτικά, αυξάνει κατά πολύ την τελική τιμή του προϊόντος όταν φτάνει στο ράφι, αφού ο κάθε κρίκος αυτής της αλυσίδας προσθέτει το δικό του ποσοστό κέρδους. Την ίδια στιγμή, ο εισαγωγέας καλείται να λύσει και τη δύσκολη εξίσωση των δασμών, οι οποίοι τον επιβαρύνουν εξολοκλήρου· εξίσωση που γίνεται άλυτη εάν οι δασμοί αγγίξουν το εξωφρενικό επίπεδο του 200%.
Ο κ. Σουλτάνος παρατηρεί ότι ήδη, εξαιτίας όλων των παραπάνω, ακόμη και «σκληροπυρηνικοί» θιασώτες του φυσικού οίνου στις ΗΠΑ έχουν αναγκαστεί να κάνουν «εκπτώσεις», αγοράζοντας και μη φυσικές ποικιλίες. Βέβαια, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φυσικού ελληνικού κρασιού – όπως οι γηγενείς ποικιλίες και οι τοπικές μυθολογίες που τις συνοδεύουν, καθώς και ο ειδικός τρόπος οινοποίησης χωρίς πρόσθετα και παρεμβάσεις – συνεχίζουν να το κάνουν αναντικατάστατο. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αρκετό τη στιγμή που το ελληνικό εμπόριο βρίσκεται αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο μίας απροσπέλαστης απειλής και ενώ το παγκοσμιοποιημένο εμπορικό περιβάλλον πλήττεται εν συνόλω.
Τρεις «ευχές», λοιπόν, θα μπορούσαμε να κάνουμε, καταλήγει ο Άρης Σουλτάνος, για να αποφευχθούν τα χειρότερα, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα: ή πως μία τόσο ακραία δήλωση δεν είναι εύκολα υλοποιήσιμη και ο Τραμπ θα κάνει πίσω· ή πως η τελική εφαρμογή των δασμών θα προβλέπει κάποιες εξαιρέσεις, στις οποίες θα μπορέσουν να συμπεριληφθούν και οι ελληνικές εξαγωγές οίνου· ή πως αυτό που τελικά θα υλοποιηθεί δεν θα είναι τόσο εξωφρενικό όσο η απειλή που εκτόξευσε ο Αμερικανός πρόεδρος. Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι οι προκλήσεις για το ήδη βεβαρυμμένο περιβάλλον των εξαγωγών ελληνικού φυσικού οίνου (και όχι μόνο) δεν θα σταματήσουν, θέτοντας εν αμφιβόλω την επιβίωση των μικρότερων παικτών, αφού αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο τον κίνδυνο να βγουν εκτός ανταγωνισμού.
Ηλιάνα Χατζηδημητρίου