Στην επιστολή επισημαίνεται η ανάγκη ουσιαστικού διαλόγου με τους εκπροσώπους των ελευθέρων επαγγελματιών, βιοτεχνών και εμπόρων, ώστε οι πολιτικές που τελικά θα εφαρμοστούν να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το πολυσύνθετο πρόβλημα της φοροδιαφυγής χωρίς να στοχοποιεί και να εξαντλεί συγκεκριμένες μόνο επαγγελματικές ομάδες.
Όπως αναφέρει στην επιστολή της η διοίκηση της ΓΣΕΒΕΕ «το ζήτημα της φοροδιαφυγής αποτελεί ένα σύνθετο πρόβλημα που με την ευρεία έννοια του όρου έχει πολλές διαστάσεις και εκφάνσεις. Κατά περιόδους επανέρχεται στο δημόσιο διάλογο.
Ωστόσο ποτέ η Πολιτεία δεν έχει προβεί σε ένα διευρυμένο και εξαντλητικό διάλογο με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς προκειμένου να διαπιστώσει το σύνολο των διαστάσεων του προβλήματος, τις προεκτάσεις του και τα αίτια με στόχο την εφαρμογή πολιτικών που πράγματι να το περιορίζουν και παράλληλα να χαρακτηρίζονται από το στοιχείο της δικαιοσύνης.
Όσες φορές η Πολιτεία έχει υιοθετήσει πολιτικές για την αντιμετώπιση της «φοροδιαφυγής» αυτές είναι μονοδιάστατες, μυωπικές και κυρίως εντάσσονται στο πλαίσιο μιας καθαρά εισπρακτικής λογικής. Με άλλα λόγια η Πολιτεία αποδέχεται σιωπηρά ότι δεν μπορεί ή δεν θέλει να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή σε όλες τις εκφάνσεις της και επιλέγει έμμεσες και οριζόντιες πρακτικές φορολόγησης που τις εφαρμόζει σχεδόν πάντα στις ίδιες κοινωνικές ομάδες οι οποίες σε ένα μεγάλο ποσοστό είναι και οι πιο αδύναμες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα γνωστά τεκμήρια διαβίωσης μέσα από τα οποία έχει προκαθοριστεί από το Κράτος ένα ελάχιστο εισόδημα για τον κάθε πολίτη που τεκμαίρεται ανάλογα και με τα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει (τα οποία μπορεί να είναι και προϊόν κληρονομιάς).
Για παράδειγμα κάποιος που διαμένει σε ιδιόκτητο σπίτι 80τμ με ένα αυτοκίνητο 1200cc θα πρέπει σύμφωνα με το κράτος να έχει τεκμαρτό εισόδημα 10.200 € (σπίτι + αυτοκίνητο + ελάχιστες δαπάνες διαβίωσης ατόμου) με βάση το οποίο θα φορολογηθεί εφόσον δεν έχει εισοδήματα που να ξεπερνούν το όριο αυτό. Καμία άλλη παράμετρος δεν εξετάζεται, μεταξύ των οποίων και η υπερδεκαετής οικονομική κρίση».
Με βάση και τα προαναφερόμενα επί της αρχής η ΓΣΕΒΕΕ δεν μπορεί να συμφωνήσει με κανένα σύστημα τεκμαρτού (υποθετικού) υπολογισμού των εισοδημάτων ιδιαίτερα εκείνων που προέρχονται από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και ως εκ τούτου εμπεριέχουν ρίσκο και έντονη μεταβλητότητα και αβεβαιότητα. Σε αυτό το πλαίσιο δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε και με οποιονδήποτε οριζόντιο κεφαλικό φόρο όπως το τέλος επιτηδεύματος.
Στο πλαίσιο τεκμαίρεται ότι το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών στο οποίο περιλαμβάνεται η τεκμαρτή φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών, βιοτεχνών και εμπόρων και ευρύτερα των ατομικών επιχειρήσεων, δεν είναι τίποτα άλλο από μια πολιτική καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα. Η επιχειρηματολογία περί περιορισμού της φοροδιαφυγής είναι έωλη για μια σειρά από λόγους και δεν θα λύσει το πρόβλημα της φοροδιαφυγής, τουναντίον δημιουργεί προϋποθέσεις για την διαιώνιση και διεύρυνση του.
Πέραν των ασαφειών που υπάρχουν στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του Υπουργείο Οικονομικών και όσον αφορά το νέο σύστημα τεκμαρτής φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών, βιοτεχνών και εμπόρων (άρθρα 10 – 18) επισημαίνουμε τα εξής:
– Το εισόδημα (κέρδη) από επιχειρηματική δραστηριότητα ή το ελεύθερο επάγγελμα δεν είναι ορθολογικό να συνδέεται με το εισόδημα των μισθωτών για μια σειρά από λόγους όπως:
– Δεν είναι σταθερό και προκαθορισμένο. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς ιδιαίτερα για να γίνει αντιληπτό ότι μια επιχείρηση μπορεί μια χρονιά να μην έχει κέρδη ή αυτά να είναι εξαιρετικά μειωμένα.
– Οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν έχουν αφορολόγητο όριο παρόλο που στη πλειονότητα των κρατών – μελών της ΕΕ ισχύει το αφορολόγητο όπως και στους μισθωτούς (Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Εσθονία, Ισπανία, Κροατία, Κύπρος, Λετονία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Σλοβακία, Σλοβενία, Σουηδία, Φινλανδία)
– Ο υπολογισμός με βάση τον μικτό ετήσιο κατώτατο μισθό έτσι όπως εισάγεται στο νομοσχέδιο συμπεριλαμβάνει τις ασφαλιστικές εισφορές (δεν είναι το καθαρό φορολογητέο ποσό δηλαδή) ενώ υπολογίζεται επί 14 μήνης βάσης (δηλαδή μαζί με τα δώρα και επιδόματα). Σημειώνουμε ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες καταβάλουν και αυτοί ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες εκπίπτουν και ορθά από το φορολογητέο εισόδημά τους και επιπλέον δεν έχουν δώρα ούτε επιδόματα όπως οι μισθωτοί.
– Περαιτέρω η σύνδεση του τεκμαρτού με τον κατώτατο μισθό αλλά και τον μισθό των εργαζομένων για όσες επιχειρήσεις απασχολούν προσωπικό ενδέχεται να οδηγήσει σε άρνηση των επιχειρήσεων να προχωρήσουν σε αυξήσεις μισθών αφού πλέον αυτοί συνδέονται με τη φορολόγηση τους. Και τούτο σε μια περίοδο έντονης ακρίβειας που οι πιέσεις για αύξηση των μισθών είναι έντονες. Με άλλα λόγια, θα επηρεάσει αρνητικά και το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας αφού πλέον εισέρχεται μια νέα αρνητική προς την αύξηση των μισθών παράμετρος. Επιπλέον, είναι πιθανό ότι θα εντείνει την αδήλωτη και υποδηλωμένη εργασία.
– Η εισαγωγή των τεκμηρίων θα ενισχύσει την άτυπη οικονομία. Άτομα που ασκούν μη δηλωμένη επαγγελματική δραστηριότητα δεν έχουν κανένα κίνητρο για να εισέλθουν στον επίσημο τομέα. Επιπλέον, μπορεί να οδηγήσει ένα σημαντικό μέρος των επαγγελματιών να κλείσουν τα βιβλία τους και να μετακινηθούν και αυτοί στον άτυπο τομέα της οικονομίας.
– Στην ελληνική πραγματικότητα πρέπει να αντιληφθεί η ελληνική πολιτεία ότι υπάρχουν αρκετοί μικροεπαγγελματίες που ασκούν την δραστηριότητα όχι για να αποκτήσουν αλλά για να συμπληρώνουν εισόδημα. Οι επαγγελματίες στα χωριά ή στις συνοικίες που λειτουργούν ένα καφενείο ή ένα ψιλικατζίδικο αποτελούν χαρακτηριστικά αλλά όχι τα μόνα παραδείγματα.
Κάποιες φορές το είδος αυτής της επιχειρηματικότητας προσδιορίζεται με τον αδόκιμο όρο: επιχειρηματικότητα ανάγκης. Επομένως το επιχείρημα ότι «δεν μπορεί να ζει ένας αυτοαπασχολούμενος με κάτω από 10.920 ευρώ», με βάση τα προαναφερόμενα είτε είναι παραπλανητικό είτε δείχνει άγνοια των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
– Δεν υπήρχε καμία προεκλογική αναφορά σε κάτι τέτοιο. Ουσιαστικά αντί για την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, που αποτελούσε πάγια θέση της ΓΣΕΒΕΕ, έχουμε την αντικατάσταση του με ένα μέτρο ακόμα πιο σκληρό.
-Οι προσαυξήσεις που προβλέπονται με βάση τον μέσο όρο του τζίρου έκαστου ΚΑΔ και ειδικότερα η πρώτη προσαύξηση δεν έχει λογική αφού ακόμα και για ένα ευρώ να ξεπεράσει κάποια επιχείρηση το μέσο κύκλο εργασιών του κλάδου της θα επιβαρυνθεί με προσαύξηση 35%. Ουσιαστικά με τις προσαυξήσεις επί του τζίρου ένα σημαντικό μέρος των εκπιπτόμενων δαπανών των επιχειρήσεων έμμεσα φορολογούνται.
– Το ζήτημα του μαχητού τεκμηρίου δεν έχει καμία πρακτική εφαρμογή τόσο γιατί αφορά συγκεκριμένες κατηγορίες όσο και γιατί στην πράξη είναι μια διαδικασία ιδιαίτερα χρονοβόρα και ασύμφορη.
– Τέλος, δημιουργεί προϋποθέσεις διπλής φορολόγησης αφού πλέον το ποσό των προσωπικών δαπανών για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών που πρέπει να εξοφλούν και οι αυτοαπασχολούμενοι με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (30% επί του εισοδήματος), ώστε να μην επιβαρυνθούν με επιπλέον φόρο εισοδήματος 22%, θα υπολογίζεται με βάσει του τεκμαρτό εισόδημα και όχι το δηλωμένο.
Συνεπώς, και δεδομένου ότι με βάση το νομοσχέδιο το νέο σύστημα τεκμαρτής φορολόγησης θα ισχύσει από φέτος, δηλαδή για τα εισοδήματα του 2023 είναι βέβαιο ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες που τελικά θα φορολογηθούν με το τεκμαρτό εισόδημα θα αναγκαστούν να πληρώσουν ως επιπλέον φόρο το “πέναλτι” του 22% που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία για την υποχρέωση κάλυψης του 30% του ετησίου εισοδήματος με ηλεκτρονικές πληρωμές δαπανών για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών.
Με βάση τα παραπάνω είναι προφανές πως για τη ΓΣΕΒΕΕ οι ρυθμίσεις για την τεκμαρτή φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών, βιοτεχνών και εμπόρων θα πρέπει να αποσυρθούν. Εάν ωστόσο το Υπουργείο επιμείνει σημειώνουμε τις ακόλουθες προτάσεις προκειμένου να περιοριστούν οι αρνητικές επιπτώσεις από τις προβλεπόμενες υφιστάμενες ρυθμίσεις του Ν/Σ :
- Αποσύνδεση του τεκμαρτού εισοδήματος με τον κατώτατο μισθό ή το τον μισθό υπαλλήλου για τις επιχειρήσεις που απασχολούν προσωπικό. Θα ήταν πιο ορθολογικό να είχε τεθεί ως βάση υπολογισμού του τεκμαρτού εισοδήματος το κατώφλι φτώχειας για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, δηλαδή τα 5712 €, ώστε να αποφευχθούν όλες οι σχετικές αρνητικές παρενέργειες, που θα δημιουργήσουν και μια νέα εστία αντιπαλότητας αλλά και συνδιαλλαγής μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων.
- Απόσυρση των προσαυξήσεων που έχουν προβλεφθεί με βάση τα έτη λειτουργίας και το κόστος εργασίας.
- Από τις προσαυξήσεις επί του τζίρου θα ήταν πιο ορθολογικό να ίσχυε μόνο αυτή που προβλέπει τζίρο επιχείρησης διπλάσιο του μέσου όρου του ΚΑΔ, με προσαύξηση, όμως, όχι 100% επί του τελικού τεκμαρτού ποσού αλλά 35% .
- Συμπερίληψη όλων των πηγών εισοδήματος (ενοίκια, έσοδα από παράλληλη επιχειρηματική δραστηριότητα κ.α.) και όχι μόνο μισθούς, συντάξεις και αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα για τη μείωση του τεκμαρτού εισοδήματος.
- Το τεκμήριο να μην ισχύει καθόλου (όχι απλά να μειώνεται κατά 50 %) για τους επαγγελματίες που ασκούν δραστηριότητα και έχουν την κύρια κατοικία σε οικισμούς με πληθυσμό έως 2000 κατοίκους (αντί για 500) και σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3.100. Αυτό κρίνεται αναγκαίο όχι μόνο για να μην ερημώσει η επαρχία από όσες επιχειρήσεις έχουν απομείνει αλλά και για λόγους εθνικής ασφάλειας, ειδικά για τις ακριτικές περιοχές. Στο πλαίσιο αυτό τα προαναφερόμενα όρια ίσως τελικά να χρειαστεί να αυξηθούν.
- Εφαρμογή του νέου τρόπου φορολόγησης για τα εισοδήματα του 2024, δηλαδή να ξεκινήσει από την 1/1/2025.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr