Τα μεγέθη της χρήσης έχουν επηρεαστεί έντονα από τις μεγάλες απομειώσεις συμμετοχών και παγίων στις οποίες προχώρησαν αρκετές εταιρίες με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις MIG (2,2 δις ευρώ) και Alapis (960 εκ. ευρώ). Μικρότερης αλλά καθόλου αμελητέας έκτασης αναπροσαρμογές εύλογης αξίας έχουν κάνει οι Βωβός, Sciens, Σιδενόρ, Lamda Development, Μαίλλης, Trastor, Pasal ενώ σημαντικές επισφαλείς απαιτήσεις ή ζημιές προηγούμενων χρήσεων καταγράφονται σε Εμπορική, Γενική Τράπεζα, Αγροτική Τράπεζα, ΟΤΕ, τον Κλάδο Υγείας και τις Κατασκευαστικές εταιρίες. Εφόσον προστεθεί και η έκτακτη εισφορά των 700 εκ. ευρώ που ενσωματώθηκε στα δύο πρώτα τρίμηνα του 2010 τότε η συνολική εικόνά των 164 ζημιογόνων εταιριών αφορά 6,7 δις ευρώ ζημιές έναντι των 3,78 δις ευρώ κερδών των υπολοίπων 101 εισηγμένων εταιριών.
Τα περιθώρια κέρδους έχουν κυριολεκτικά διαλυθεί. Οι εταιρίες της μικρής κεφαλαιοποίησης δουλεύουν με ιδιαίτερα χαμηλά νούμερα (2,4% – 2,8%) όταν μια απόσταση ασφαλείας από την τελική γραμμή είναι της τάξεως του 8% – 10%. Μόνο οι εταιρίες της μεγάλης κεφαλαιοποίησης έχουν διασώσει κάπως την κατάσταση των λειτουργικών περιθωρίων (14,09%) περιορίζοντας κατά 300 περίπου μονάδες βάσης τις απώλειες από τα περυσινά τους μεγέθη. Ένας από τους λόγους διάλυσης των περιθωρίων αφορά την εσωτερική χρηματοδότηση των πωλήσεων που πραγματοποιούν ή είναι αναγκασμένες να πραγματοποιούν οι περισσότερες εμπορικές επιχειρήσεις από την στιγμή που οι λειτουργικές ταμειακές ροές είναι μειωμένες κατά 32% ενώ την ίδια στιγμή δεν υπάρχει η δυνατότητα φθηνού βραχυπρόθεσμου δανεισμού από τις τράπεζες.
Οι μεγάλες ζημιές αποτελούν ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες. Πρώτα από όλα είναι ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι οι επιχειρήσεις δεν αντέχουν πλέον να υφίστανται τις επιπτώσεις μιας φορολογίας που πλέον καλύπτει κάθε γραμμή του ισολογισμού τους: ΦΠΑ, φορολογία κερδών, ειδική έκτακτη φορολογία, φορολογία μερισμάτων, περαίωση κλπ έχουν οδηγήσει σε «στέγνωμα» των ισολογισμών από πλευράς ρευστότητας καθώς οι συνθήκες της πραγματικής οικονομίας στον τομέα της ζήτησης δεν είναι τουλάχιστον ανάλογες με την πίεση των συνεχών και συστηματικών εκροών που δέχονται από το κράτος. Οι ζημιές στην παρούσα φάση είναι άμυνα, είναι τρόπος συντήρησης για πολλές εταιρίες που δεν έχουν άλλους τρόπους εξεύρεσης ρευστότητας. Ταυτόχρονα όμως αποτελούν και απειλή για την πιστοληπτική τους ικανότητα αφού οι τράπεζες θα αναγκαστούν να αλλάξουν το ποιοτικό προφίλ των πελατών τους επιβαρύνοντας τους με μεγαλύτερο κόστος χρήματος.
Την ίδια στιγμή τα μερίσματα των εταιριών κινούνται στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών με μια συνολική μερισματική εκροή να διαμορφώνεται μέχρι στιγμής κάτω από το 1,4 δις ευρώ, αρκετά αδύναμη για να υποστηρίξει ένα ελκυστικό επενδυτικό προφίλ μιας αγοράς που αποτιμάται κοντά στα 60 δις ευρώ. Η λογική και εδώ είναι ίδια: Η εξοικονόμηση ρευστότητας δεν θα μπορούσε να εξαιρέσει το μέτοχο ο οποίος θα χρειαστεί να περιμένει καλύτερες συνθήκες δανεισμού ή αλλαγής των φορολογικών συντελεστών για να δει καλύτερα μερίσματα.
Στο α’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα σε επίπεδο εγχώριας ζήτησης. Αντιθέτως μάλιστα. Η αύξηση των πρώτων υλών και των καυσίμων λόγω των διεθνών εξελίξεων σε συνδυασμό με την αρνητική πιστωτική επέκταση δεν βοηθούν ιδιαίτερα στην αύξηση της ζήτησης. Κλάδοι με μεγάλη ελαστικότητα και υψηλό βαθμό εξάρτησης από την εγχώρια αγορά θα πρέπει να συνεχίσουν την τακτική αναμονής για δύο τουλάχιστον τρίμηνα ευελπιστώντας σε μια καλή τουριστική περίοδο, το μόνο ίσως στοιχείο για το οποίο μπορεί να υπάρξει μια βάσιμη βελτίωση σε κοντινούς εξαρτώμενους κλάδους.
Το ότι το 2010 έκλεισε με τόσο μεγάλες απώλειες δεν σημαίνει ότι το 2011 θα είναι μια χρονιά ανάκαμψης για όλους. Οι πρώτες εκτιμήσεις για το ξεκίνημα της χρονιάς δεν είναι αισιόδοξες αφού σε σχέση με πέρυσι η αγορά έως τον Μάρτιο δεν είχε ακόμα υποστεί το σοκ της προσφυγής στο ΔΝΤ και την Ε.Ε. Η επίδραση της χαμηλής βάση θα αρχίσει να φαίνεται μετά το δεύτερο τρίμηνο όπου ενδεχομένως οι καταναλωτικές αναστολές κορυφώθηκαν το 2011 χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η χρονιά θα κλείσει θετικά αφού ο παράγοντας ψυχολογία παραμένει στα χαμηλά δεκαετίας. Οι εταιρίες θα παραμείνουν σε συντηρητικές τακτικές βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την ανάπτυξη ή την εμφάνιση υψηλών κερδών επιδιώκοντας καλύτερη διαχείριση των αποθεμάτων τους και προσεκτικότερο χειρισμό των απαιτήσεων που απειλούν τις ταμειακές ροές τους. Οι νικητές αυτής της μάχης θα μοιραστούν μια πολύ μεγαλύτερη πίτα αγοράς όταν οι συνθήκες της αγοράς ομαλοποιηθούν.
Η συγκυρία επομένως παραμένει αρνητική, θετικές ενδείξεις δεν υπάρχουν και οι συστημικοί κίνδυνοι αρχίζουν και επηρεάζουν οριζόντια και κάθετα την οικονομική δραστηριότητα. Παρόλα αυτά στα επόμενα δύο χρόνια θα υπάρξουν πολλές κινήσεις που θα αφορούν το χρηματιστήριο καθώς η πίεση για δημόσια έσοδα είναι έντονη. Σε αυτό το σενάριο υπάρχει ίσως το μοναδικό επιχείρημα αλλαγής κλίματος καθώς οι αποτιμήσεις παραμένουν φθηνές. Η εστίαση μας θα παραμείνει σε εξωστρεφείς εταιρίες αλλά και εν δυνάμει περιπτώσεις αποκρατικοποιήσεων. Υπό αυτό το πρίσμα εταιρίες δημοσίου συμφέροντος (ΟΠΑΠ, ΕΥΔΑΠ, ΔΕΗ, ΟΛΠ, ΟΛΘ) και εταιρίες ολιγοπωλιακού χαρακτήρα και μειωμένης εξάρτησης από την εγχώρια αγορά (ΜΕΤΚΑ, Frigoglass, Motor oil) διατηρούν το προβάδισμα των προτιμήσεων μας.
- Copy_of_Book5.xls (167 Λήψεις)
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr