Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr

Τα ανεξόφλητα κρατικά και εταιρικά ομόλογα παγκοσμίως ξεπέρασαν τα 100 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2024, αναφέρει ο ΟΟΣΑ, με το αυξανόμενο κόστος των επιτοκίων να αφήνει τους δανειολήπτες να αντιμετωπίζουν δύσκολες επιλογές και να πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στις παραγωγικές επενδύσεις.
Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ για τις 38 χώρες του Οργανισμού ανήλθε στο 3,3% το 2024, σημειώνοντας απότομη αύξηση από το 2,4% του 2021, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση για το παγκόσμιο χρέος που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη (20/3).
Το κόστος των τόκων ήταν 4,7% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ, 2,9% και 1% στη Γερμανία.
Τους τελευταίους μήνες έχει αυξηθεί το κόστος δανεισμού, καθώς οι επενδυτές ομολόγων προετοιμάζονται για επίμονο πληθωρισμό σε μεγάλες οικονομίες και επίσης για αυξανόμενες εκδόσεις, δεδομένου ότι πολλές κυβερνήσεις επεκτείνουν τις δαπάνες για την άμυνα και προκρίνουν πολιτικές δημοσιονομικής τόνωσης.
Πρωταθλήτριες στην έκδοση χρέους οι ΗΠΑ
Περίπου το 85% αυτής της έκδοσης θα καλύπτεται από τις κυβερνήσεις πέντε μόνο χωρών: των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, με τη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο να αντιπροσωπεύει πάνω από τα δύο τρίτα του συνόλου.
Ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί ότι το διπλό χτύπημα της αύξησης των αποδόσεων και του αυξανόμενου χρέους εγκυμονεί τον κίνδυνο «να περιοριστεί η ικανότητα για μελλοντικό δανεισμό σε μια εποχή που οι επενδυτικές ανάγκες είναι μεγαλύτερες από ποτέ». Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζει τη «δύσκολη προοπτική» για τις παγκόσμιες αγορές χρέους.
Ο κρατικός δανεισμός μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος αναμένεται να φτάσει σε νέο ρεκόρ 17 τρισ. δολαρίων το 2025, σε σύγκριση με 16 τρισ. δολάρια το 2024 και 14 τρισ. δολάρια το 2023. Το κύμα έκδοσης χρέους έχει τροφοδοτήσει ανησυχίες βιωσιμότητάς του σε χώρες όπως η Βρετανία, η Γαλλία, ακόμη και οι ΗΠΑ.
Από μόνη της η μεγάλη επιβάρυνση χρέους «δεν είναι αρνητική», δήλωσε ο Carmine De Noia, διευθυντής του ΟΟΣΑ για χρηματοοικονομικές και επιχειρηματικές υποθέσεις.
Όμως, μεγάλο μέρος του δανεισμού τα τελευταία 20 χρόνια είχε δαπανηθεί για την ανάκαμψη από την οικονομική κρίση του 2008 και την πανδημία της Covid-19, πρόσθεσε, υποστηρίζοντας ότι «τώρα υπάρχουν ανάγκες μετάβασης από την ανάκαμψη στις επενδύσεις», όπως σε δαπάνες για έργα υποδομής και για το κλίμα.
«Ο δανεισμός πρέπει να αυξήσει την ανάπτυξη», έτσι ώστε οι κυβερνήσεις να μπορέσουν τελικά να «σταθεροποιήσουν και ουσιαστικά να μειώσουν τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ», είπε ο De Noia.
Όμως η εικόνα περιπλέκεται από τις υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων, οι οποίες καθιστούν ακριβότερη την αναχρηματοδότηση του υφιστάμενου χρέους.
Η έκθεση σημειώνει ότι σχεδόν το 45% του κρατικού χρέους των μελών του ΟΟΣΑ θα λήξει μέχρι το 2027. «Έγιναν πολλές εκδόσεις σε ευνοϊκές συνθήκες», είπε ο De Noia, προσθέτοντας ότι αυτοί οι όροι έχουν αλλάξει προς το χειρότερο.
Στις ακριβές συνθήκες εξυπηρέτησης του χρέους προστίθεται ένα μεταβαλλόμενο προφίλ των κατόχων κρατικών ομολόγων, ανέφερε ο ΟΟΣΑ. Καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής χαλαρώνουν τα προγράμματα έκτακτης αγοράς ομολόγων, τα κρατικά ομόλογα κεντρικών τραπεζών μειώθηκαν κατά 3 τρισ. δολάρια από την κορύφωσή τους το 2021, ενώ αναμένεται να μειωθούν κατά άλλο 1 τρισ. δολάρια φέτος.
Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιώτες επενδυτές -οι οποίοι, σύμφωνα με τον De Noia είναι «πιο ευαίσθητοι στις τιμές»- θα καλύψουν τη διαφορά. Η ευαισθησία αυτή εκθέτει τους εκδότες σε μεγαλύτερη αστάθεια και τους κάνει πιο ευάλωτους στην «αυξημένη γεωπολιτική και μακροοικονομική αβεβαιότητα», πρόσθεσε.