Οι επιθέσεις των Χούθι κατά των ροών της διεθνούς ναυσιπλοΐας στην περιοχή, καθώς και τα στρατιωτικά μέτρα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους κατά στόχων των Χούθι στην Υεμένη, συνεπάγονται πλήθος νομικών, πολιτικών και οικονομικών προκλήσεων για τη διεθνή κοινότητα, όπως αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από την υιοθέτηση του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 10 Ιανουαρίου 2024. Είναι προφανές ότι από την υιοθέτηση του ψηφίσματος προκύπτουν σημαντικά ερωτήματα σε ό,τι αφορά το διεθνές δίκαιο, μεταξύ άλλων ως προς τη νομική κατηγοριοποίηση των εν λόγω επιθέσεων και τη νομιμότητα των μέτρων που λαμβάνονται από τρίτα κράτη. Σκοπός του κειμένου είναι να εξετάσει τα παραπάνω ζητήματα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, οι επιθέσεις των Χούθι, ανάλογα με τα μέσα και εναντίον ποιού διαπράττονται, μπορούν να ταξινομηθούν ως α) πράξεις πειρατείας, β) πράξεις που ρυθμίζονται από το νόμους που διέπουν τις μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στη θάλασσα, και γ) πράξεις «θαλάσσιας τρομοκρατίας», ή πιο εύστοχα, πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης για την Καταστολή των Παράνομων Πράξεων κατά της Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας (SUA) του 1988. Κατά συνέπεια, τα εμπλεκόμενα κράτη δύνανται πράγματι να λάβουν μέτρα κατά των Χούθι, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, προκειμένου να προστατεύσουν τη ναυσιπλοΐα στην Ερυθρά Θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προβλέπονται στα άρθρα 105 και 110 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) έναντι πράξεων πειρατείας, ή στο άρθρο 92 όσον αφορά στην προστασία των πλοίων που φέρουν τη σημαία τους. Επίσης, μπορούν να τύχουν εφαρμογής και οι κανόνες που διέπουν τη ΝΙΑC στη θάλασσα, όσον αφορά στα μέρη της εν λόγω σύγκρουσης.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr