Στην προηγούμενη συνεδρίασή της είχε προαναγγείλει ότι και τον Μάρτιο θα προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, καθώς ο πληθωρισμός αποδεικνύεται επίμονος και η αποκλιμάκωση δεν έρχεται όσο γρήγορα θα ήθελε ώστε να πλησιάσει τον στόχο του 2%.
Και μέχρι πριν λίγα 24ωρα, η κίνηση αυτή φάνταζε δεδομένη και αναμενόμενη. Η κρίση, όμως, που έχει ξεσπάσει στον τραπεζικό κλάδο, με κορυφαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να καταρρέουν διαδοχικά, κάνει κάποιους να το ξανασκέφτονται, με τις φωνές για «φρένο» να πληθαίνουν.
Παρόλα αυτά, τα… στοιχήματα λένε ότι η Κριστίν Λαγκάρντ θα κλείσει – αυτή τη φορά – τα αυτιά της.
Τα στοιχήματα στη… σκληρή στάση
Παρά τις ανησυχίες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που επιστρέφουν δραματικά στο τραπέζι με την κατάρρευση της Silicon Valley Bank στις ΗΠΑ, αλλά και την κρίση της Credit Suisse, οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα επιμείνει στο πλάνο της για αύξηση και αυτή τη φορά κατά 50 μονάδες βάσης.
Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη παραμένει πολύ υψηλότερος από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ, καθώς για τον Φεβρουάριο διαμορφώθηκε στο 8,5%, υψηλότερα από τις εκτιμήσεις και μόνο ελαφρώς χαμηλότερα από το 8,6% του Ιανουαρίου.
Ο δομικός πληθωρισμός, το βασικό επίκεντρο αυτή τη στιγμή για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, επιταχύνθηκε στο 5,6% από 5,3%. Αυτό ενισχύει τις προσδοκίες ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αυξήσει το κόστος δανεισμού ολοένα και περισσότερο.
Οι αναλυτές έδιναν πιθανότητες 85% η ΕΚΤ να αυξήσει το επιτόκιο κατά 50 μονάδες βάσης στο 3,0% την Πέμπτη, με ορισμένες τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Deutsche Bank, να αναμένουν μικρότερη ή καθόλου αύξηση.
Οι επενδυτές, πάντως, έχουν μειώσει απότομα τα στοιχήματά τους για περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων μετά την κατάρρευση της SVB, με το επιτόκιο καταθέσεων να κορυφώνεται τώρα, σύμφωνα με τις μέσες εκτιμήσεις, στο 3,65%-3,75% το φθινόπωρο, σε σύγκριση με προοπτικές την περασμένη εβδομάδα άνω του 4%.
«Πρόσφατα αυξήσαμε την πρόβλεψή μας για κορύφωση των επιτοκίων στο 3,75% (50 bp αυξήσεις τον Μάρτιο και τον Μάιο και 25 bp τον Ιούνιο)», δήλωσε ο Μαρκ Γουόλ της Deutsche Bank. Το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ ανέρχεται σήμερα στο 2,5%.
Πηγή κοντά στο Διοικητικό Συμβούλιο για τον καθορισμό των επιτοκίων της ΕΚΤ είπε στο Reuters ότι δεν υπήρξε θεμελιώδης αλλαγή στις προοπτικές, επομένως η μη αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης την Πέμπτη, όπως έχει προαναγγελθεί, θα έβλαπτε την αξιοπιστία της Τράπεζας.
Άλλωστε, η βιομηχανική παραγωγή της ευρωζώνης αναπτύχθηκε πολύ ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν τον Ιανουάριο, ανεβαίνοντας κατά 0,7% σε σχέση με τον Δεκέμβριο, ενώ η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία του μπλοκ, επίσης δυναμώνει.
Οι εποπτικές αρχές της ευρωζώνης βλέπουν περιορισμένες συνέπειες για τις τράπεζες στην περιοχή από την κατάρρευση της SVB και των άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ τονίζουν την ανάγκη να παρακολουθείται στενά κάθε περαιτέρω διάχυση.
«Φωνές» για… φρένο
Παρόλα αυτά, και εντός της ΕΚΤ ακούγονται αντίθετες φωνές όσον αφορά το επίπεδο στο οποίο θα κορυφωθεί το επιτόκιο αναφοράς.
«Πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ δεν θα έχει τη συναίνεση για να δεσμευτεί ρητά για άλλη μια κίνηση 50 μονάδων βάσης τον Μάιο, δεδομένων των ορατών διχασμών εντός του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επόμενα βήματα», δήλωσε ο Πολ Χόλινγκσγουορθ, επικεφαλής οικονομολόγος στην BNP Paribas. «Πρόσφατα σχόλια από μέλη του συμβουλίου υποδηλώνουν ουσιαστικές διαφορές σχετικά με την έκταση και τον ρυθμό της μελλοντικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής», συμπλήρωσε.
Το κλίμα έχει επιδεινωθεί σημαντικά, με τους απαισιόδοξους να αναφέρουν ότι τα δύσκολα για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο τώρα ξεκινούν και το επόμενο διάστημα θα είναι κρίσιμο για το μέλλον του.
Ήδη, κάποιοι καλούν την Ευρωπαϊκή Ένωση να είναι σε εγρήγορση και να παρέμβει αν χρειαστεί στην τραπεζική κρίση. Ο υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας, Τζιανκάρλο Τζορτζέτι, για παράδειγμα, διαβεβαίωσε ότι παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις μετά την κατάρρευση της SVB, επισημαίνοντας την ίδια ώρα ότι η ΕΕ θα πρέπει να δράσει άμεσα και να στηρίξει τις τράπεζες εφόσον χρειαστεί.
«Είναι θετικό ότι οι αμερικανικές Αρχές επενέβησαν άμεσα και θεωρούμε πως αν χρειαστεί το ίδιο θα κάνουν και οι ευρωπαϊκές Αρχές, αξιολογώντας τις επιπτώσεις στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα», είπε χαρακτηριστικά.
Όπως επισημαίνουν οι Financial Times, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν ήδη αυξήσει τα επιτόκια και έχουν αυστηροποιήσει σημαντικά τους όρους δανεισμού, γεγονός που αναμένεται να μειώσει τη ροή πιστώσεων και τη ζήτηση. Η κατάρρευση της SVB θα μπορούσε να κάνει τις τράπεζες ακόμη πιο συντηρητικές, πιέζοντας περαιτέρω τις συνθήκες χρηματοδότησης και μειώνοντας την ανάγκη της ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια.
Οι οικονομολόγοι έχουν ήδη υποβαθμίσει τις προβλέψεις τους για τον πληθωρισμό για το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η κεντρική τράπεζα - η οποία τον Δεκέμβριο υπολόγιζε ότι οι τιμές του φυσικού αερίου θα κινούνταν κατά μέσο όρο στα 124 ευρώ/MWh φέτος - θα ακολουθήσει την τάση για πρώτη φορά από τον Δεκέμβριο του 2020.
Κάποια από τα μέλη του ΔΣ, ανέφερε πηγή στο Reuters, επιθυμούν να κρατήσουν χαμηλότερους τόνους όσον αφορά τις περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων και αντ' αυτού να πουν ότι οποιαδήποτε νέα κίνηση θα εξαρτηθεί από τα νέα δεδομένα που θα προκύψουν μέχρι την επόμενη συνεδρίαση.
Η ΕΚΤ μπορεί να λάβει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία, αν και η πρόεδρος Λαγκάρντ είναι γνωστό ότι επιδιώκει την ευρύτερη δυνατή συναίνεση.
Επανατοποθέτηση του πήχη των προσδοκιών
Την Πέμπτη, επίσης, η ΕΚΤ θα γνωστοποιήσει τις επικαιροποιημένες προβλέψεις της για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό.
«Στις νέες προβλέψεις, αναμένουμε από την ΕΚΤ να αυξήσει ενδεχομένως ελαφρώς τις προσδοκίες της για την ανάπτυξη για φέτος (λόγω της υποχώρησης των τιμών της ενέργειας) και να τις χαμηλώσει για το 2024-25 (λόγω της σύσφιξης της πολιτικής της), ενώ θα αυξήσει τις προβλέψεις της για τον δομικό πληθωρισμό για φέτος και θα τις μειώσει για τον πληθωρισμό για φέτος και το επόμενο έτος (χάρη στις χαμηλότερες τιμές ενέργειας)», δήλωσε ο Ανατόλι Ανένκοφ που ασχολείται με την ΕΚΤ στη Societe Generale.
Πηγή κοντά στο ΔΣ που μίλησε στο Reuters ανέφερε ότι οι νέες προβλέψεις της ΕΚΤ για τα επόμενα χρόνια θα είναι χαμηλότερες από ό,τι τον Δεκέμβριο, αλλά εξακολουθούν να θέτουν την αύξηση των τιμών πολύ πάνω από τον στόχο του 2% της κεντρικής τράπεζας το 2024 και ελαφρώς πάνω από αυτόν το 2025.
Ο οικονομολόγος της Morgan Stanley, Γενς Άισενσμιντ, προέβλεψε ότι η ΕΚΤ θα μειώσει τη φετινή πρόβλεψη για τον πληθωρισμό στο 5,8%. Ωστόσο, είπε ότι ο ισχυρότερος δομικός πληθωρισμός το 2023 «πιθανότατα σημαίνει» ότι θα αυξήσει την πρόβλεψή της για την αύξηση των τιμών για το 2024, ενώ ο αντίκτυπος των πρόσφατων αυξήσεων των επιτοκίων στη μείωση της δραστηριότητας θα οδηγήσει σε χαμηλότερο ποσοστό για το 2025.
Νατάσα Παπαδημητροπούλου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr