«Εχουν πράγματι αλλάξει οι τράπεζες από την αρχή της κρίσης?» , αναρωτιέται στον τίτλο της η μελέτη και μέσω της καταγραφής των κυριότερων τραπεζικών μεταβλητών κατά την περίοδο 2013-2016, επιχειρεί να συμπεράνει αν οι τράπεζες έχουν κινηθεί προς την κατεύθυνση της εξασφάλισης καλύτερων επιδόσεων και μεγαλύτερης σταθερότητας.
Εξετάζοντας τα στοιχεία που σχετίζονται με την κερδοφορία των τραπεζών, το μείγμα δραστηριοτήτων τους, το μέγεθος, τη σύνθεση του ισολογισμού τους καθώς και την απομείωση του αριθμού των κόκκινων δανείων, η μελέτη διαπιστώνει ότι υπάρχει μία θολή εικόνα, για το κατά πόσον οι τράπεζες έχουν κινηθεί προς τη σωστή κατεύθυνση από την αρχή της κρίσης.
Αναλυτικότερα, διαπιστώνεται ότι:
*Οι άμεσα εποπτευόμενες από την ΕΚΤ τράπεζες πέτυχαν μέσο όρο απόδοσης του ενεργητικού μόνο 0,21% το 2016, ενώ οι τράπεζες της ευρωζώνης πέτυχαν ακόμη χαμηλότερη μέση απόδοση των περιουσιακών στοιχείων κατά 0,12%. Συμπεραίνεται ότι, αυτές οι πενιχρές αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων αντανακλούν τα χαμηλά περιθώρια καθαρού ενδιαφέροντος και την αύξηση των δεικτών των γενικών εξόδων στα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών.
Όπως συνιστάται στο έγγραφο, οι τράπεζες πρέπει να λάβουν τώρα μέτρα για την διαρθρωτική βελτίωση της κερδοφορίας τους και όχι να περιμένουν να βελτιωθούν οι μακροοικονομικές συνθήκες, μετατοπίζοντας τα επιχειρηματικά τους μοντέλα σε περισσότερες μη ενισχυόμενες εισοδηματικές δραστηριότητες.
Αυτό το τελευταίο, όπως συμπεραίνεται, μπορεί μεν να βελτιώσει την κερδοφορία των τραπεζών αλλά ενέχει τον κίνδυνο έκθεσης τους σε μεγαλύτερη ευπάθεια.
*Οι άμεσα εποπτευόμενες τράπεζες κατάφεραν να αυξήσουν τα ποσοστά κεφαλαιοποίησης τα τελευταία χρόνια αλλά στην ευρωζώνη έχουν γίνει σχετικά λίγα πράγματα, με αποτέλεσμα η κερδοφορία τους να είναι χαμηλή, υπό το κράτος του φόβου της «υπερβολικά μεγάλης αποτυχίας».
*Οι άμεσα εποπτευόμενες από την ΕΚΤ τράπεζες εξακολουθούσαν να έχουν υψηλό μέσο όρο μη εξυπηρετούμενων δανείων το 2016, παρά την κάμψη του δείκτη αυτού από το 2013.
«Η ΕΚΤ πρέπει να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες με υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια καταρτίζουν και εκτελούν σχέδια και θα πρέπει να μειώσει αμέσως τον αριθμό αυτών των δανείων», συμπεραίνεται.
Οι ανησυχίες σχετικά με τις μελλοντικές ζημιές από κόκινα δάνεια αντιμετωπίζονται,εν μέρει με την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΑ 9) για τα Χρηματοοικονομικά Μέσα, που θα τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2018 και αποσκοπεί στην εφαρμογή ενός μοντέλου προβλέψεων πρόβλεψης ζημιών λόγω δανείων, διευκρινίζεται στην μελέτη αλλά υπογραμμίζεται έντονα ότι:
« Ακόμη όμως και πριν από την ημερομηνία αυτή, η ΕΚΤ θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες θα λαμβάνουν επαρκώς υψηλές προβλέψεις για την απώλεια δανείων προς το παρόν στο πλαίσιο της προετοιμασίας τους, για οποιαδήποτε μελλοντική χρηματοπιστωτική κρίση παρά το χαμηλό επίπεδο κερδοφορίας τους.»
**** Η πλήρης μελέτη στ’ αγγλικά, στο επισυναπτόμενο έγγραφο.
Νίκος Ρούσσης - Στρασβούργο
- YYYYYYYYY_YYYYYYYYYY_YYYYYYYY.pdf (266 Λήψεις)
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr