Αυτή η τάση είναι ιδιαίτερα εμφανής στη συζήτηση σχετικά με το μέλλον την Ιταλίας στην ευρωζώνη. Όσοι εφησυχάζονται λένε πλέον πως η Ιταλία είναι καλή στο να τα κουτσοκαταφέρνει, πως το κατεστημένο μπορεί πάντα να «μπαλώσει» το εκλογικό σύστημα ώστε να αποτρέψει νίκη κάποιου εξτρεμιστικού κόμματος.
Σε κάθε περίπτωση, το ιταλικό σύνταγμα δεν επιτρέπει να γίνει δημοψήφισμα επάνω στην αποχώρηση από το ευρώ. Επομένως αυτό δεν μπορεί να γίνει. Αλήθεια; Δεν το νομίζω. Αρχίστε με την απόκλιση μεταξύ των οικονομικών επιδόσεων Γερμανίας και Ιταλίας.
Μια μέθοδος μέτρησης είναι οι ανισορροπίες στο πλαίσιο του Target 2, του συστήματος πληρωμών της ευρωζώνης. Στα τέλη Νοεμβρίου, αυτές άγγιξαν υψηλότερα επίπεδα απ’ ότι στο απόγειο της κρίσης της ευρωζώνης το 2012. Το πλεόνασμα της Γερμανίας έχει διαμορφωθεί στα 754 δισ. ευρώ, ενώ το έλλειμμα της Ιταλίας είναι στα 359 δισ. ευρώ. Ένα μέρος των ανισορροπιών έχει να κάνει με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και άρα δεν είναι επιβλαβές. Αλλά ο κύριος όγκος οφείλεται σε αυτό που μπορεί να περιγραφεί ως σιωπηρό bank run (μαζική απόσυρση καταθέσεων/τραπεζικός πανικός).
Η έλλειψη βιωσιμότητας δεν συνεπάγεται απαραίτητα και έξοδο. Είναι πιθανό, στη θεωρία, η πολιτική βούληση να υπερισχύει των οικονομικών αναγκών για πάντα. Ή αυτό που είναι μη βιώσιμο να μετατραπεί σε βιώσιμο. Για να συμβεί αυτό, τουλάχιστον μία από πέντε προϋποθέσεις θα πρέπει να εκπληρωθεί.
Πρώτον, η Ιταλία και η Γερμανία θα μπορούσαν να συγκλίνουν. Για να το κάνουν αυτό, η Ιταλία θα χρειαστεί να προχωρήσει σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις για να «συγυρίσει» το δικαστικό σύστημα και τη δημόσια διακυβέρνηση, να μειώσει φόρους και να επενδύσει σε τεχνολογίες που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα.
Η Γερμανία θα χρειαστεί να εμφανίσει μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα. Δεύτερον, τα κράτη της βόρειας Ευρώπης θα αποδεχθούν μεγάλες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις στον Νότο. Τρίτον, η ΕΕ θα δημιουργήσει μια ομοσπονδιακή πολιτική αρχή με εξουσίες που θα της επιτρέπουν να αυξάνει τους φόρους, προκειμένου να μεταφέρει εισόδημα από χώρες υψηλού εισοδήματος σε χώρες χαμηλού εισοδήματος. Τέταρτον, η ΕΕ θα βρει έναν τρόπο για να χρηματοδοτεί επ’ αόριστον το δημόσιο και το ιδιωτικό ιταλικό χρέος. Ή, πέμπτον, η κυβέρνηση της Ιταλίας θα συνεχίσει να στηρίζει τη συμμετοχή της στο ευρώ για πάντα.
Μόνο μία από αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί να είναι αρκετή ώστε η Ιταλία να παραμείνει μέλος του ευρώ. Το πρόβλημα είναι πως καθεμία από αυτές είναι εξαιρετικά απίθανες. Και δεν μπορώ να σκεφτώ καμία έκτη.
Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Ματέο Ρέντσι ήταν ασήμαντες, με εξαίρεση ένα μικρούτσικο πακέτο μεταρρυθμίσεων στα εργασιακά. Ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός επέλεξε αντ’ αυτού να εστιάσει σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις και έχασε όταν το δημοψήφισμα έφερε ένα 60% υπέρ του «Όχι». Μετά την αποτυχία του, μια κυβέρνηση με προσανατολισμό σε μεταρρυθμίσεις δε φαίνεται στον ορίζοντα.
Η επιλογή του Πάολο Τζεντιλόνι ως αντικαταστάτη του κ. Ρέντσι, δεν πρόκειται να το αλλάξει αυτό. Η κυβέρνησή του, εξάλλου, έχει πολύ συγκεκριμένη εντολή. Επίσης, δεν βλέπω τη Γερμανία να διασώζει την ευρωζώνη –είτε πριν ή μετά τις εθνικές εκλογές της επόμενης χρονιάς. Το σύνταγμα της χώρας απαιτεί ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Κανένα άλλο από τα κράτη του Βορρά δεν έχει την πρόθεση να αποδεχθεί μεγάλες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, πόσο μάλλον μια πολιτική ένωση.
Και τι γίνεται με την ΕΚΤ; Την περασμένη εβδομάδα παρέτεινε το QE μέχρι τα τέλη του 2017. Το πρόγραμμα έχει βοηθήσει την Ιταλία, αλλά αυτό δε θα είναι αρκετό για να χρηματοδοτείται η χώρα επ’ αόριστον, ιδιαίτερα δεδομένου του μικρού μεγέθους του προγράμματος σε σχέση με το συνολικό δημόσιο χρέος που εκκρεμεί.
Έτσι μένουμε μόνο με την ιταλική πολιτική. Μεταξύ των τριών μεγάλων πολιτικών κομμάτων, μόνο το κεντροαριστερό Δημοκρατικό κόμμα (PD) του κ. Ρέντσι είναι φίλα προσκείμενο στο ευρώ. Στη θεωρία, υπάρχει μια πιθανότητα ένα αναγεννημένο PD να κερδίσει στις επόμενες εκλογές. Δεν είμαι σίγουρος πως αυτό θα συμβεί, αλλά είμαι σίγουρος πως το PD δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία για πάντα.
Μια μέρα, της Ιταλίας θα ηγείται ένα κόμμα που θα είναι υπέρ της αποχώρησης από το ευρώ. Όταν συμβεί αυτό, η έξοδος από το ευρώ θα μετατραπεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Θα υπάρξει έξοδος από τις τράπεζες της Ιταλίας και από τα κυβερνητικά ομόλογα.
Η μοίρα της Ιταλίας στην ευρωζώνη και η πιθανότητα μιας προεδρίας Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, είναι οι δύο μεγάλες απειλές για την ευρωζώνη και την ΕΕ. Αν η Ιταλία θέλει να παραμείνει στο ευρώ, χρειάζεται να στείλει σαφή προειδοποίηση στη Γερμανία και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες του Βορρά, πως η ευρωζώνη βρίσκεται σε πορεία αυτοκαταστροφής εκτός κι αν υπάρξει αλλαγή στις παραμέτρους.
Ο επόμενος Ιταλός πρωθυπουργός θα χρειαστεί να εξηγήσει στον επόμενο Γερμανό καγκελάριο, πιθανότατα στην Άνγκελα Μέρκελ, πως η επιλογή της δε θα είναι μεταξύ μιας πολιτικής ή μιας μη πολιτικής ένωσης, αλλά μεταξύ μιας πολιτικής ένωσης και της αποχώρησης της Ιταλίας από το ευρώ.
Το δεύτερο θα υπαινιχθεί τη μεγαλύτερη πτώχευση στην ιστορία. Το γερμανικό τραπεζικό σύστημα θα κινδυνεύσει με κατάρρευση και η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης θα χάσει την ανταγωνιστικότητα που τόσο επώδυνα έχει οικονομήσει τα τελευταία 15 χρόνια.
Αποτελεί ιστορική αποτυχία των διαδοχικών Ιταλών πρωθυπουργών, το γεγονός πως απέφυγαν αυτή την απαραίτητη αντιπαράθεση, καθώς και το ότι νόμιζαν πως το να περνάς απαρατήρητος είναι βιώσιμη στρατηγική.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr