Η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας έλαβε την πολυαναμενόμενη από τη Δύση απόφαση να αποσυνδέσει το γουάν από το δολάριο. Επειτα από δέκα ολόκληρα χρόνια σταθερής ισοτιμίας του κινεζικού νομίσματος στα 8,28 γουάν ανά δολάριο, κόβεται ο ομφάλιος λώρος του γουάν με το δολάριο, αλλά δεν απελευθερώνεται η διαπραγμάτευση του κινεζικού νομίσματος στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος. Το γουάν συνδέεται με ένα «καλάθι» νομισμάτων, στο οποίο συμμετέχουν τόσο το δολάριο όσο και το ευρώ, το γεν και άλλα ασιατικά νομίσματα.
Η κίνηση του Πεκίνου προκάλεσε την αυτόματη ανατίμηση του γουάν κατά 2,1% (στα 8,11 γουάν ανά δολάριο) και εντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειας της κινεζικής ηγεσίας να χαλιναγωγήσει τον καλπασμό της κινεζικής οικονομίας, που εγκυμονεί τον κίνδυνο εκδήλωσης πληθωριστικών πιέσεων. Μόλις , ημέρα κατά την οποία ανακοινώθηκε ότι το δεύτερο τρίμηνο του έτους ο ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας επιταχύνθηκε στο 9,5% σε ετήσια βάση από 9,4% που ήταν το πρώτο τρίμηνο, ο κινέζος πρωθυπουργός Γουέν Ζιαμπάο προανήγγειλε τη λήψη μέτρων «για την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης και τη μείωση του εμπορικού πλεονάσματος», που έχει φθάσει ήδη στα 39,6 δισ. δολάρια και υπολογίζεται ότι μπορεί να φθάσει στα 100 δισ. δολάρια στο τέλος του έτους. Η ανατίμηση του γουάν αποτελεί, άλλωστε, πάγιο αίτημα των εμπορικών εταίρων της Κίνας τα τελευταία χρόνια - οι πιέσεις άλλωστε των Αμερικανών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τεράστιο πρόβλημα με το ολοένα διογκούμενο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, άρχισαν να προσλαμβάνουν χαρακτήρα εκβιασμού, καθώς το Κογκρέσο μελετά την επιβολή γενικού δασμού 27,5% σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα από την Κίνα. Η αλλαγή νομισματικής πολιτικής από την Κίνα έπειτα από μια ολόκληρη δεκαετία σταθερότητας αποτελεί αναμφίβολα σημαντική εξέλιξη. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν θα έχει το σκοπούμενο αποτέλεσμα. Από την πλευρά του Πεκίνου η τόνωση της αγοραστικής δύναμης των Κινέζων (εφ' όσον βεβαίως η ισχυροποίηση του νομίσματος έχει και συνέχεια) είναι αμφίβολο αν θα είναι ουσιαστική. Και μόνο το γεγονός, όμως, ότι η ήδη κοστίζει λιγότερο το πετρέλαιο που εισάγει η Κίνα (και πληρώνει βεβαίως σε δολάρια) θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές τόσο στα δημόσια οικονομικά όσο και γενικότερα στην οικονομία της χώρας. Από την άλλη πλευρά, η Δύση και συγκεκριμένα οι ΗΠΑ - κυρίως ο επιχειρηματικός και ο πολιτικός κόσμος - έσπευσαν να πανηγυρίσουν την είδηση. Η ανατίμηση του γουάν γέννησε ελπίδες ότι θα περιοριστούν οι εισαγωγές κινεζικών προϊόντων προς όφελος των εγχωρίων επιχειρήσεων και θα περιοριστεί η διαρροή θέσεων εργασίας προς την Κίνα, αφού θα ανακοπεί το κύμα μετεγκαταστάσεων επιχειρήσεων από τις ΗΠΑ. Ομως, φαίνεται πως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Τόσο ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Fed Αλαν Γκρίνσπαν όσο και ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, νομπελίστας Ρόμπερτ Μαντέλ, χωρίς να υποτιμήσουν την πολιτική και οικονομική σημασία της πρωτοβουλίας του Πεκίνου, εκτιμούν ότι ο αντίκτυπος θα είναι από περιορισμένος έως μηδενικός - ο Μαντέλ χρησιμοποίησε μάλιστα την έκφραση «σταγόνα εν τω ωκεανώ» για να χαρακτηρίσει την ανατίμηση του γουάν. Ειδικότερα ο Γκρίνσπαν, που συμπτωματικώς όταν ανακοινώθηκαν τα νέα από το Πεκίνο κατέθετε τις απόψεις του για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Κογκρέσου, είπε συγκεκριμένα: «ορισμένοι παρατηρητές πιστεύουν λανθασμένα ότι ενίσχυση της ισοτιμίας του γουάν έναντι του δολαρίου θα αυξήσει σημαντικά τη βιομηχανική δραστηριότητα και τις θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ. Φοβάμαι ότι δεν υπάρχουν πειστικές ενδείξεις που να στηρίζουν ένα τέτοιο συμπέρασμα». Σημειωτέον ότι ο Γκρίνσπαν είχε εδώ και εβδομάδες προαναγγείλει την «κίνηση» του Πεκίνου. Τέλος, ο επικεφαλής του τμήματος διεθνών ερευνών της βρετανικής τράπεζας
HSBC, Στίβεν Κινγκ, δήλωσε ότι «ακόμη και μια ανατίμηση 25% του γουάν έναντι του δολαρίου θα έχει ελάχιστη επίπτωση στην αμερικανική οικονομία και το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ θα συνεχίσει να αυξάνεται». Πάντως, υπάρχουν και αντίθετες απόψεις. Ο καθηγητής Πίτερ Μορίτσι του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ δήλωσε ότι σφάλλουν όσοι αμφισβητούν την ευεργετική επίπτωση της ανατίμησης στο εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ. Επίσης, ορισμένοι αναλυτές επισημαίνουν ότι ένα από τα ωφέλη για την αμερικανική οικονομία θα είναι η χαλάρωση του κλίματος οικονομικού προστατευτισμού που κυριαρχεί στο Κογκρέσο και το οποίο «άρχισε να πλήττει το επενδυτικό κλίμα, αφού οι επενδυτές αρχίζουν να αντιμετωπίζουν τους νομοθέτες ως ανταγωνιστές τους», όπως επισημαίνουν οι αναλυτές του Bloomberg Σάιμον Κένεντι και Κέβι
Ακολουθήστε το reporter.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr