Το αποτέλεσμα αυτών των πρακτικών ήταν μέσα σε μια δεκαετία να διανύσουμε δύο οικονομικούς κύκλους, εκ των οποίων ο τελευταίος να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη κρίση από την εποχή της μεγάλης ύφεσης, καθώς τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού και η ελαστικότητα των κανονισμών οδήγησε στην ανάληψη υψηλού ρίσκου από θεσμικούς και μη επενδυτές, με αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση του τεχνολογικού κλάδου και της αγοράς ακινήτων.
Σημειώνεται εδώ ότι σε έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου την 1η Οκτωβρίου, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι θα πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτές τις κινήσεις αύξησης της αξίας των κεφαλαίων και να δημιουργηθεί ένα θεσμικό πλαίσιο ώστε να αποφευχθούν τέτοια φαινόμενα στο μέλλον. Μάλιστα, γίνεται σαφής αναφορά στο ράλι που έχει πραγματοποιηθεί από τις 9 Μαρτίου στις κεφαλαιαγορές και στις αγορές εμπορευμάτων, καθώς οι αγορές έχουν αυξηθεί κατά 76% στα 45,1 τρισ. δολάρια και το αργό έχει ξεπεράσει τα 80 δολάρια, ενώ ο χρυσός έφτασε στα ιστορικά υψηλά των 1.072 δολαρίων.
Ο καθηγητής του New York University Nouriel Roubini ανέφερε χαρακτηριστικά ότι έχουμε θέσει τις προϋποθέσεις για έναν νέο κύκλο χρηματοπιστωτικής ασταθειας. Οι παραπάνω αναφορές στις εκθέσεις των αναλυτών έρχονται σε αντίθεση με την πολιτική που ξεκίνησε ο πρώην πρόεδρος της Fed Alan Greenspan ο οποίος είχε συνηγορήσει στην ενεργή αύξηση των τιμών των κεφαλαίων κατά τη διάρκεια της αναπτυξιακής πορείας που ακολουθούσαν οι ΗΠΑ στις μέρες του, και η οποία έληξε απότομα το Δεκέμβριο του 2007. Μάλιστα είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ότι είναι ευκολότερο να «τακτοποιεί» κανείς τα προβλήματα, παρά να αναγνωρίζει τις «φούσκες», καθώς και η νομισματική πολιτική είναι τόσο «αργή» για να τις αποτρέψει.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Greenspan είχε διατηρήσει το overnight επιτόκιο στο 1% γα δώδεκα μήνες ξεκινώντας από τον Ιούνιο του 2003, δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για τα subprime δάνεια, τα οποία διπλασιάστηκαν στα 600 δισ. δολάρια το 2006, από 310 δισ. δολάρια το 2003. Γι' αυτό το λόγο, μετά το «υπερβολικό» κατά πολλούς ράλι του τελευταίου επταμήνου, καθίσταται επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε, το ρητορικό ερωτημα του κυβερνήτη της Τράπεζας του Ισραήλ, Stanley Fischer. Ο Fischer έθεσε ως προϋπόθεση για το ρόλο των κεντρικών τραπεζών να διαμορφώνουν το βασικό επιτόκιο αμεσα σύμφωνα με τις διακυμάνσεις της αξίας των κεφαλαίων. Αντίθετα, το κριτήριο πολλών διοικητών κεντρικών τραπεζών, όπως είναι ο Bernanke, θέτουν ως κυρίαρχο κριτήριο για την αύξηση των επιτοκίων το βαθμό της ρεσυτότητας που διαθέτει η αγορά την κάθε χρονική στιγμή που μελετάται.
Μάλιστα, «βαρόμετρο» στη διαδικασία λήψης των εν λόγω αποφάσεων είναι μεταξύ αλλων και η πορεία του πληθωρισμού, διατηρώντας το στόχο του 3% ως τον ιδανικό πληθωρισμό, επιδιδόμενοι παράλληλα σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν τακτικές που οδήγησαν στην εύκολη και γρήγορη αύξηση της αξίας των κεφαλαίων. Ολοένα και συχνότερα ακούγονται κεντρικοί τραπεζίτες που κάνουν λόγο για την αναγκαιότητα λήψης μέτρων που να αποτρέπουν την αύξηση κεφαλαίων τα οποία να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αποκηρύσσοντας έτσι το «δόγμα Greenspan», που έθετε, μεταξύ άλλων, ως προϋπόθεση της οικονομικής ανάκαμψης και τη διεύρυνση της κυκλοφορίας και της μεγέθυνσης των «δομημένων προϊόντων» .
Αλεξάνδρα Τόμπρα
[email protected]
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr