Λένε πως στο γέρο, ότι με τον πρώτο πόνο που ένιωσε στο στήθος, τρόμαξε τόσο πολύ που έστειλε να φωνάξουν τον συμβολαιογράφο για να του υπαγορεύσει τη διαθήκη του. Ο ηλικιωμένος άνθρωπος είχε διατηρήσει στη μνήμη του την πίκρα που ένιωσε από τη φοβερή κατάσταση που δημιουργήθηκε ανάμεσα σ’ εκείνον και τα αδέλφια του όταν πέθανε ο πατέρας τους. Υποσχέθηκε τότε στον εαυτό του ότι δεν θα επέτρεπε ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο ανάμεσα στους δυο του γιους, τον Φερμίν και τον Σαντιάγο. Ζήτησε γραπτώς, μόλις πεθάνει, να έρθει στον κάμπο ένας τοπογράφος και να μετρήσει τα κτήματα με το χιλιοστόμετρο. Αφού τα καταγράψει, να τα μοιράσει σε δυο ακριβώς ίσα αγροτεμάχια και να δώσει εκείνο που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά στον Φερμίν, που ήδη έμενε εκεί, σ’ ένα σπιτάκι, με τη γυναίκα και τα δυο του παιδιά. Το άλλο μισό να το δώσει στον Σαντιάγο, ο οποίος, αν και εργένης, περνούσε κάποιες νύχτες στο παλιό σπίτι που βρισκόταν στη δυτική πλευρά του κάμπου. Η οικογένεια χρωστούσε την ύπαρξή της σ’ αυτά τα κτήματα και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι τα κτήματα που τους άφηνε ήταν αρκετά για να εξασφαλίσουν οικονομικά το μέλλον τους. Μια νύχτα, μερικές εβδομάδες μετά την υπογραφή της διαθήκης, και αφού είχε ανακοινώσει την απόφασή του στα παιδιά του, ο γέρος πέθανε. Όπως όριζε η διαθήκη, έρχεται ο τοπογράφος για την καταμέτρηση, και στη συνέχεια μοιράζει τα κτήματα σε ακριβώς ίσα αγροτεμάχια μπήγοντας πασσάλους σε κάθε πλευρά και στερεώνοντας ανάμεσά τους ένα σχοινί. Επτά μόλις μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του, πάει ο Φερμίν, ο μεγαλύτερος γιος, στην εκκλησία, και ζητάει να μιλήσει με τον ιερέα, έναν καλοκάγαθο σοφό γέροντα που ήξερε τα παιδιά από την βάπτισή τους.
- Πάτερ, του λέει, Έρχομαι γεμάτος τύψεις και στενοχώρια. Έχω την εντύπωση ότι εκεί που πάω να διορθώσω ένα λάθος, κάνω άλλο μεγαλύτερο.
- Περί τίνος πρόκειται; τον ρωτάει ο ιερέας.
- Θα σας πω, πάτερ. Πριν πεθάνει ο γέρος μας, κανόνισε να μοιραστούν τα κτήματα σε δυο ίσα μέρη. Και η αλήθεια είναι, πάτερ, ότι αυτό εμένα μου φάνηκε άδικο. Εγώ έχω γυναίκα και παιδιά, ενώ ο αδελφός μου ζει μόνος του στο σπίτι πάνω στον λόφο. Όταν το πληροφορήθηκα, δεν θέλησα να το συζητήσω με κανέναν, τη νύχτα όμως εκείνη που πέθανε ο πατέρας μας, σηκώθηκα και έβαλα τους πασσάλους εκεί που έπρεπε να είναι… Κι εδώ είναι το πρόβλημα, πάτερ. Το επόμενο πρωί, οι πάσσαλοι και το σχοινί ήταν ξανά στη θέση τους. Σκέφτηκα ότι μάλλον τα φαντάστηκα όλα αυτά, γι’ αυτό, το ίδιο βράδυ ξαναέκανα την προσπάθεια να διορθώσω τα σύνορα, αλλά το πρωί το σχοινί ήταν ξανά στην αρχική του θέση. Κάθε νύχτα από τότε κάνω το ίδιο πράγμα, και πάντα το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Τώρα, λοιπόν, πάτερ, σκέφτομαι μήπως έχει θυμώσει ο πατέρας μου που παραβιάζω τη θέλησή του, και εξαιτίας μου δεν μπορεί να ησυχάσει η ψυχή του. Αλήθεια, πάτερ, μήπως δεν μπορεί ν’ αναπαυτεί η ψυχή του μ’ αυτό που κάνω; Ο γέροντας τον κοιτάζει πάνω από τα ματογυάλια του και του λέει:
- Ο αδελφός σου τα ξέρει όλα αυτά;
- Όχι, πάτερ, απαντάει ο νέος.
- Πήγαινε πες του να έρθει. Θέλω να του μιλήσω.
- Όμως, πατερούλη… ο γέρος μου…
- Θα μιλήσουμε μετά γι’ αυτό. Τώρα στείλε μου τον αδελφό σου. Μπαίνει ο Σαντιάγο στο γραφειάκι και κάθεται σε μια καρέκλα απέναντι από τον ιερέα. Εκείνος, χωρίς να χάσει χρόνο, του λέει:
- Για πες μου… η απόφαση του πατέρα σου για το μοίρασμα της περιουσίας σε δύο ίσα μέρη δεν σε βρήκε σύμφωνο, έτσι δεν είναι; O νεαρός δεν καταλαβαίνει πως γνωρίζει ο ιερέας τα αισθήματά του... - Και παρόλο που δεν συμφωνούσες δεν είπες τίποτα. Δεν είναι έτσι;
- Για να μην στενοχωρήσω τον πατέρα μου, δικαιολογείται ο νέος.
- Και για να μην τον στενοχωρήσεις, σηκώνεσαι κάθε βράδυ και προσπαθείς να αποδώσεις εσύ δικαιοσύνη διορθώνοντας τους πασσάλους, έτσι δεν είναι; Ο νεαρός το παραδέχεται κουνώντας το κεφάλι, ενώ αισθάνεται συγχρόνως έκπληξη και ντροπή.
- Ο αδελφός σου είναι εδώ απ’ έξω. Πες του τι γίνεται, τον προστάζει ο ιερέας. Λίγα λεπτά αργότερα, τα δυο αδέλφια κάθονται μπροστά στον ιερέα με καρφωμένα τα μάτια στο πάτωμα.
- Ντροπή σας!... Ο πατέρας σας θα κλαίει απαρηγόρητα εξαιτίας σας. Κι εγώ που σας βάφτισα, σας έδωσα την πρώτη θεία κοινωνία, σε πάντρεψα, Φερμίν, και βάφτισα τα παιδιά σου, ενώ εσύ, Σαντιάγο, κράταγες το κεφαλάκι τους στην τελετουργία… Λυπάμαι πολύ. Είστε τόσο ανόητοι, που μέσα στη βλακεία σας, νομίζατε πως θα γύριζε πίσω ο πατέρας σας για να επιβάλει τη θέλησή του, αλλά δεν είναι έτσι. Ο πατέρας σας σίγουρα κέρδισε μια θέση στον παράδεισο, κι εκεί θα μείνει για πάντα. Δεν είναι αυτός πίσω από το μυστήριο. Είστε αδέλφια, και όπως όλα τα αδέλφια, είστε ισότιμοι. Κάθε νύχτα, όμως, από τότε που πέθανε ο πατέρας σας, σηκώνεται ο καθένας σας από τη μεριά του, οδηγημένος από τη φιλαργυρία και το άθλιο συμφέρον, και μετακινεί τους πασσάλους. Φυσικά, το πρωί οι πάσσαλοι είναι ξανά στη θέση τους. Φυσικά! Αφού ο άλλος τους μετακίνησε ξανά προς την αντίθετη κατεύθυνση! Τα δυο αδέλφια σηκώνουν τα μάτια και τα βλέμματά τους συναντιούνται.
- Αλήθεια, Φερμίν, εσύ…;
- Ναι, Σαντιάγο, αλλά δεν φαντάστηκα ποτέ πως εσύ… Νόμιζα πως ήταν ο γέρος μας που είχε θυμώσει… Ο μικρότερος χαμογελάει και αγκαλιάζει τον αδελφό του.
- Σ’ αγαπώ πολύ, αδελφούλη μου, λέει ο Φερμίν συγκινημένος.
- Κι εγώ σ’ αγαπώ, του λέει ο Σαντιάγο και σηκώνεται για ν’ αγκαλιάσει τον Φερμίν. Ο ιερέας έχει γίνει κατακόκκινος από θυμό.
- Τι σημαίνει όλο αυτό; Μου φαίνεται ότι δεν έχετε καταλάβει τίποτα. Βλάσφημοι, αμαρτωλοί! Ο καθένας σας έκανε ότι έκανε από υστεροβουλία, κι από πάνω συγχαίρετε ο ένας τον άλλο γιατί είχατε την ίδια ιδέα! Έ, αυτό πάει πολύ…
- Ηρεμήστε, πατερούλη… Αυτός που δεν καταλαβαίνει τίποτα, με όλο το σεβασμό, είστε εσείς, λέει ο Φερμίν. Όλες αυτές τις νύχτες εγώ σκεφτόμουν ότι δεν είναι δίκαιο εγώ, που ζω με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, να πάρω ίδιο μερίδιο με το αδελφό μου. Κάποια μέρα, είπα μόνος μου, όταν εμείς θα έχουμε πια γεράσει, τα παιδιά μας θα αναλάβουν την οικογένεια. Ο Σαντιάγο, αντίθετα, είναι μόνος του, και σκέφτηκα πως το σωστό ήταν να πάρει εκείνος κάτι παραπάνω, γιατί θα το χρειαστεί περισσότερο από μένα. Σηκωνόμουν λοιπόν κάθε νύχτα κι έφερνα τους πασσάλους προς το μέρος μου για να μεγαλώσει το μερίδιο του αδελφού μου…
- Κι εγώ…» λέει ο Σαντιάγο μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη. «Τι να το κάνω εγώ τόσο μεγάλο μερίδιο; Σκεφτόμουν ότι δεν ήταν σωστό, εγώ που είμαι μόνος μου, να πάρω το ίδιο μερίδιο με τον Φερμίν, που έχει να θρέψει τέσσερα στόματα. Επειδή, δεν ήθελα, όμως, να διαφωνήσω με τον μπαμπά όσο ήταν εν ζωή, σηκωνόμουν κάθε νύχτα για να μετακινήσω τους πασσάλους!
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr