Ακολουθήστε το reporter.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr
- Γεια σου φιλαράκι, του έλεγε το δέντρο, κι έκανε μεγάλη προσπάθεια να χαμηλώσει τα κλαδιά του μέχρι κάτω για να βοηθήσει τον μικρό να σκαρφαλώσει, και τον άφηνε ακόμη και να κόψει τα τρυφερά βλαστάρια του για να φτιάξει ένα στεφάνι από πράσινα φύλλα, παρόλο που πονούσε λιγάκι. Ο μικρός έκανε κούνια με κέφι και περιέγραφε στο δέντρο ότι του συνέβαινε στο σπίτι του. Με το πέρασμα του χρόνου, ο μικρός έγινε έφηβος, και μέρα με τη μέρα έπαψε πια να επισκέπτεται το δέντρο. Πέρασαν χρόνια, κι ένα βράδυ, τον βλέπει το δέντρο να περνάει από μακριά και του φωνάζει χαρούμενο:
- Φίλε! Ε, φίλε! Έλα, έλα κοντά… Από πότε έχεις να ‘ρθεις… Σκαρφάλωσε να τα πούμε.
- Δεν έχω χρόνο για τέτοιες βλακείες, του λέει ο νεαρός.
- Μα…περνάγαμε τόσο ωραία μαζί όταν ήσουνα μικρός…
- Τότε δεν ήξερα ότι χρειάζονται λεφτά για να ζήσει κανείς. Τώρα, θέλω λεφτά. Έχεις να μου δώσεις λεφτά; Το δέντρο στενοχωρήθηκε λιγάκι, αλλά αποκρίθηκε αμέσως:
- Δεν έχω λεφτά, έχω όμως τα κλαδιά μου γεμάτα καρπούς. Ανέβα και μάζεψε όσα φρούτα θέλεις, πούλησέ τα και θα έχεις τα λεφτά που ζητάς…
- Καλή ιδέα! λέει ο νέος, και ανεβαίνει στο κλαδί που του απλώνει το δέντρο για να σκαρφαλώσει όπως τότε που ήταν μικρός. Αρχίζει μετά να κόβει βίαια όλα τα φρούτα –κι εκείνα που δεν είχαν ωριμάσει ακόμη. Γεμίζει κάμποσα τσουβάλια και πάει στην αγορά. Το δέντρο, έκπληκτο που ο φίλος του δεν του είπε καν ευχαριστώ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μάλλον θα βιαζόταν να πάει στην αγορά να προλάβει τους αγοραστές.
Πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια μέχρι να ξαναδεί το δέντρο τον φίλο του. Τώρα πια, ήταν ενήλικος.
- Πόσο μεγάλωσες… του λέει συγκινημένο. Έλα, ανέβα όπως τότε που ήσουνα μικρός, πες μου τα νέα σου.
- Α, εσύ δεν καταλαβαίνεις τίποτα… Για να σκαρφαλώσω είμαι τώρα εγώ; Αυτό που χρειάζομαι είναι ένα σπίτι. Μήπως έχεις να μου δώσεις κανένα; Το δέντρο σκέφτεται μερικά λεπτά.
- Όχι, δεν έχω αλλά τα κλαδιά μου είναι γερά και εύκαμπτα. Θα μπορούσες να φτιάξεις ένα πολύ γερό σπίτι μ’ αυτά. Ο νέος φεύγει τρέχοντας καταχαρούμενος. Μια ώρα αργότερα γυρίζει μ’ ένα πριόνι και αρχίζει να κόβει κλαδιά, ξερά και χλωρά. Το δέντρο νιώθει πόνο, αλλά δεν παραπονιέται. Δεν θέλει να νιώσει ένοχος ο φίλος του. Το ένα μετά το άλλο τα κλαδιά του πέφτουν, αφήνοντας τον κορμό του γυμνό. Το δέντρο παρακολουθεί σιωπηλά μέχρι να τελειώσει το κλάδεμα, και μετά βλέπει τον νέο να απομακρύνεται ενώ αυτό μάταια περιμένει ένα βλέμμα ή μια χειρονομία ευγνωμοσύνης που δεν έρχεται ποτέ. Με τον κορμό απογυμνωμένο, το δέντρο ξεραίνεται. Είχε γεράσει υπερβολικά για να ξαναβγάλει κλαδιά και φύλλα που θα το έτρεφαν. Ίσως γι’ αυτό, όταν δέκα χρόνια αργότερα μετά τον βλέπει να έρχεται, του λέει μόνο:
- Γεια. Τι χρειάζεσαι αυτή τη φορά;
- Θέλω να ταξιδέψω. Εσύ όμως τι να μου κάνεις; Δεν έχεις κλαδιά ούτε και φρούτα να τα πουλήσω.
- Δεν πειράζει παιδί μου, λέει το δέντρο, μπορείς να κόψεις τον κορμό μου. Έτσι κι αλλιώς, δεν μου χρειάζεται πια. - Μπορείς μ’ αυτόν να φτιάξεις ένα κανό για να γυρίσεις τον κόσμο.
- Καλή ιδέα! λέει ο άντρας. Μερικές ώρες αργότερα γυρίζει μ’ ένα τσεκούρι και κόβει το δέντρο. Φτιάχνει το κανό του και φεύγει. Από το δέντρο δεν έχει μείνει παρά ένα κούτσουρο μικρό, σύρριζα με τη γη. Λένε πως το δέντρο ακόμα περιμένει να γυρίσει ο φίλος του και να του πει τα νέα από τα ταξίδια του. Δεν κατάλαβε ποτέ πως δεν θα ξαναγυρίσει.
Ο μικρός μεγάλωσε, και τύποι σαν κι αυτόν δεν γυρίζουν εκεί που δεν υπάρχει πια τίποτα να πάρουν.
Το άδειο δέντρο περιμένει, παρόλο που ξέρει πως δεν έχει πια τίποτα να δώσει.