Η τιμολόγηση είναι ο πιο ευαίσθητος συντελεστής κέρδους που μπορεί να επηρεασθεί από το καλό ή το κακό μάνατζμεντ. Η παραμικρή αλλαγή στη μέση τιμή ενός προϊόντος, μπορεί να έχει τεράστια επίδραση στο λειτουργικό κέρδος μιας επιχείρησης.
Οι επιχειρήσεις με καλό μάνατζμεντ διεθνώς, έχουν ήδη αναγνωρίσει τον ζωτικό ρόλο της σωστής τιμολόγησης των προϊόντων που παράγουν και διαθέτουν στην αγορά, σε σχέση με την βιωσιμότητα και τη συνολική τους απόδοση. Στη χώρα μας το κλειδί για τη ρεαλιστική δυναμική τους αρίστευση – ιδιαίτερα στις σημερινές δύσκολες οικονομικά συνθήκες – είναι και η δημιουργία της κατάλληλης υποδομής, που θα τους παρέχει τη δυνατότητα να αναπτύξουν και να υλοποιήσουν μια σωστή τιμολογιακή στρατηγική.
Αλλά, όπως φαίνεται στην Ελλάδα οι βιομηχανικές επιχειρήσεις, των τροφίμων συμπεριλαμβανομένων, έχουν όχι μόνο έλλειψη σωστής τιμολογιακής στρατηγικής, αλλά και ρεαλιστικής αντίληψης της σχέσης τιμής – κέρδους. Πέραν των βασικών συντελεστών (όπως οι τιμές πρώτων υλών και υλικών συσκευασίας, το κόστος παραγωγής κλπ), που διαμορφώνουν τις τιμές των προϊόντων, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες. Οι επιχειρήσεις που αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα και σημαντικότητα του ρόλου των παραγόντων αυτών, διαφοροποιούνται και αριστεύουν. Η διαφοροποίηση τους οφείλεται στο γεγονός ότι κτίζουν μια δυνατή υποδομή, η οποία στηρίζει και συντηρεί αυτή τους την αρίστευση.
Ξεκινούν, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στις πιο βασικές διαδικασίες τιμολόγησης και στη συνέχεια λαμβάνουν υπόψη τους ποιος «κατέχει» και οδηγεί το κέντρο κέρδους στις επιχειρήσεις τους. Επικεντρώνονται συνεχώς στην απόδοση του μάνατζμεντ και στο πως οι άνθρωποι που το απαρτίζουν εμπνέουν τους επιμέρους μάνατζερ, ώστε να βελτιώσουν με την σειρά τους την τιμολογιακή απόδοση των προϊόντων τους, στο πλαίσιο της συνολικής στρατηγικής της επιχείρησης. Τέλος, με τα σωστά συστήματα και εργαλεία, που πρωτίστως, βελτιώνουν την ποιότητα των προϊόντων, διευκολύνουν τη διαδικασία τιμολόγησης και βοηθούν να ανέβει ο πήχης στην ανταγωνιστικότητα τους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Τις τελευταίες δυο δεκαετίες στη χώρα μας, όλο και περισσότερες επιχειρήσεις επιδίδονται σε αλλεπάλληλες αδικαιολόγητες αυξήσεις στις τιμές πώλησης των προϊόντων, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν στις αγορές που δραστηριοποιούνται. Ωστόσο, η αναγνώριση του γεγονότος αυτού από μόνη της δεν είναι αρκετή. Για να κερδίσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις όσα υπόσχεται η σωστή τιμολόγηση, πρέπει πρώτα να αντιληφθούν ότι τα περισσότερα από τα προϊόντα που παράγουν είναι ακριβά και μέτριας ποιότητας, κάτι που τα καθιστά υποδεέστερα ανταγωνιστικά, τόσο στην ελληνική αγορά έναντι των εισαγομένων όσο και για τις εξαγωγές τους. Και αφετέρου, ότι η δικαιολογία του υψηλού μισθολογικού κόστους, που συχνά χρησιμοποιούν, δεν επαρκεί. Το κόστος αυτό στην Ελλάδα μπορεί να ήταν υψηλότερο από αυτό των γειτονικών χωρών, σήμερα, όμως, είναι πολύ χαμηλότερο συγκριτικά με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης τουλάχιστον, ενώ, όπως είναι γνωστό, οι αποδοχές των εργαζομένων έχουν ήδη μειωθεί εδώ και δύο χρόνια κατά 30% - 50% στον ιδιωτικό τομέα.
Επιπροσθέτως, πολλές επιχειρήσεις, εδώ και αρκετά χρόνια, απασχολούν ανειδίκευτους αλλοδαπούς με πολύ χαμηλότερες και μη διαφανείς αμοιβές. Ακόμα και τουριστικές επιχειρήσεις, όπου παρατηρείται το απαράδεκτο φαινόμενο να απασχολούν μετανάστες που δεν μπορούν να συνεννοηθούν με τους πελάτες τους, όχι μόνο στα ελληνικά αλλά και στα αγγλικά, τη διεθνή γλώσσα επικοινωνίας. Κάτι που έχει γενικότερο αντίκτυπο επίσης στην αύξηση της ανεργίας του εξειδικευμένου και μη ελληνικού εργατικού δυναμικού, οδηγώντας σε περαιτέρω ύφεση.
Ας καταλάβουν επιτέλους, ότι μεταξύ άλλων, στερούνται ρεαλιστικής αντίληψης για τη σχέση τιμής – κέρδους και ...ας ξεπεράσουν τον εαυτό τους, ποτέ δεν είναι αργά!
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr