Σε πρόσφατη ανάλυση της McKinsey, γίνεται σαφές ότι αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσουμε στην ίδια πορεία. Διαβάζοντάς την αντιλαμβάνεται κανείς ότι το να αγνοήσουμε το πραγματικό κόστος της παγκοσμιοποίησης του εμπορίου είναι αντιπαραγωγικό και αβάσιμο. Οι δυτικές χώρες θα πρέπει να προχωρήσουν βάσει ενός προγράμματος που θα προωθεί την επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας, καθώς και τους εργαζόμενους και τις διάφορες περιφέρειες στη μετάβαση στη νέα εποχή.
Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση της McKinsey επικεντρώνεται στην αμερικανική αγορά αλλά είναι σαφές ότι η κατάσταση των ευρωπαϊκών αγορών σε πολλές περιπτώσεις είναι παρεμφερής. Με αυτό το δεδομένο κρίνουμε σκόπιμο να την παρουσιάσουμε. Συγκεκριμένα, η ανάλυση αναφέρει τα εξής: Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, αυξήθηκαν σημαντικά οι παγκόσμιες ροές του εμπορίου και των επενδύσεων δημιουργώντας τεράστια οικονομική αξία. Μεταξύ 1980 και 2007, το διασυνοριακό εμπόριο και οι χρηματοοικονομικές ροές δεκαπλασιάστηκαν σε ονομαστική αξία. Την περασμένη δεκαετία, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο μεγαλύτερος αποδέκτης άμεσων ξένων επενδύσεων στον κόσμο, με σχεδόν 2 τρισεκατομμύρια δολάρια επενδύσεων σε ένα φάσμα τομέων, εταιρειών και εργαζομένων σε όλη τη χώρα. Επιπλέον, εκατοντάδες εκατομμύρια αμερικανοί καταναλωτές επωφελούνται από την πρόσβαση σε μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων σε χαμηλότερες τιμές, που κυμαίνονται από οικιακές συσκευές μέχρι αυτοκίνητα, αυξάνοντας αισθητά την αγοραστική τους δύναμη.
Ωστόσο, το εμπόριο και η παγκοσμιοποίηση έχουν επίσης επιφέρει την απώλεια πολλών θέσεων εργασίας. Γεγονός που επιδεινώθηκε από τη μείωση της κινητικότητας των εργαζομένων. Οι άνθρωποι μετακινούνται δυσκολότερα σε μια άλλη Πολιτεία ή χώρα, ή αλλάζουν εργοδότες ή τομείς, από ό,τι στο παρελθόν. Η οικονομική κρίση, η ύφεση και η αδύναμη ανάκαμψη χειροτερεύουν την κατάσταση, υποβοηθώντας την ένταση των αντιδράσεων και των κινητοποιήσεων εναντίον του ελεύθερου εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης. Τα δεδομένα είναι εντυπωσιακά: Μεταξύ 2005 και 2014, οι μισθοί και τα άλλα έσοδα γενικά παρέμειναν στάσιμα ή μειώθηκαν για περισσότερα από το 80% των νοικοκυριών στις ΗΠΑ.
Είναι αλήθεια πάντως, ότι τα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου και των επενδύσεων δεν έχουν αναγνωριστεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ η απώλεια θέσεων εργασίας συχνά υπερεκτιμάται. Σύμφωνα με την ανάλυσή της McKinsey, μεταξύ 2000 και 2010 μόνο το 20% της καθαρής απώλειας των θέσεων εργασίας στη μεταποίηση οφείλεται στο ελεύθερο εμπόριο στις ΗΠΑ. Αλλά η επίπτωση αυτών των απωλειών είναι εντοπισμένη, επίπονη, και επίμονη, σε αντίθεση με τα πιο διάχυτα οφέλη των ξένων επενδύσεων και την ευρύτερη ποικιλία των καταναλωτικών αγαθών που είναι διαθέσιμα σε χαμηλότερες τιμές.
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα είναι ότι η συμμετοχή στο εμπόριο και τις επενδύσεις περιορίζεται σε ένα σχετικά μικρό σύνολο επιχειρήσεων στις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, λιγότερο από το 1% των αμερικανικών εταιρειών -από τα σχεδόν 30 εκατομμύρια εγγεγραμμένες εταιρείες- πωλούν στο εξωτερικό, μερίδιο πολύ χαμηλότερο οποιασδήποτε άλλης προηγμένης οικονομίας. Συγκριτικά με τις άλλες μεγάλες οικονομίες, το ποσοστό των εξαγωγών προς το ΑΕΠ των ΗΠΑ αυξάνεται σιγά-σιγά εδώ και δεκαετίες, αλλά παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Κίνας και της Ινδίας. Οι μεγάλες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν περισσότερο από τα τρία τέταρτα των συνολικών εξαγωγών. Η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους στις ΗΠΑ είτε δεν εξάγουν, είτε τείνουν να πωλούν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους σε μία μόνο χώρα.
Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις των ΗΠΑ έχουν μια σημαντική ευκαιρία για την τόνωση της ανάπτυξης και την παραγωγικότητά τους, μέσω της ευρύτερης συμμετοχής τους στο παγκόσμιο εμπόριο και τις επενδύσεις. Οι επιχειρήσεις που εξάγουν έχουν υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας, σύμφωνα με την έρευνα. Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή οι πιο παραγωγικές επιχειρήσεις επωφελούνται από την αύξηση των εξαγωγών, ή επειδή οι εγχώριες επιχειρήσεις γίνονται πιο παραγωγικές λόγω του ανταγωνισμού στις ξένες αγορές. Ανεξαρτήτως αυτού, η έρευνα καταδεικνύει ότι οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν στην παγκόσμια οικονομία έχουν μεγαλύτερα κέρδη και αύξηση της παραγωγικότητας και ότι οι εργαζόμενοι τους απολαμβάνουν υψηλότερες αμοιβές.
Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε ισχυρή θέση και μπορούν να επωφεληθούν από τη μεταβαλλόμενη φύση της παγκοσμιοποίησης. Κατά την τελευταία δεκαετία η παγκοσμιοποίηση έγινε περισσότερο ψηφιακή, με τις ροές δεδομένων να αυξάνονται συμβάλλοντας με 450 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως στην παγκόσμια ανάπτυξη. Ως ο μεγαλύτερος παραγωγός ψηφιακού περιεχομένου και πλατφόρμων στον κόσμο, οι ΗΠΑ έχουν μια μοναδική ευκαιρία, καθώς και το πλεόνασμα στο εμπόριο ψηφιακών υπηρεσιών με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ψηφιοποίηση καθιστά ευκολότερη για τις μικρότερες και τις νεοσύστατες επιχειρήσεις τη συμμετοχή τους στην παγκόσμια οικονομία. Με την ένταξή τους στις αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου, ατομικές και μικρές επιχειρήσεις μπορούν να προσεγγίσουν μια κρίσιμη μάζα παγκόσμιων πελατών. Οι πωλητές στο eBay, για παράδειγμα, μπορούν να εγγραφούν και να εμφανίζονται στις ιστοσελίδες eBay σε άλλες χώρες, να συμμετάσχουν σε ένα παγκόσμιο ναυτιλιακό πρόγραμμα, καθώς και να έχουν διαφανείς συναλλαγές μέσω PayPal. Σήμερα υπάρχουν περίπου 50 εκατομμύρια επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους σε όλο τον κόσμο στο Facebook, αριθμός που διπλασιάστηκε μέσα σε δύο χρόνια. Είμαστε, επίσης, μάρτυρες μια νέας φυλής startups που μπορούν να πάρουν τα ηνία. Μια έρευνα του McKinsey Global Institute για τις startups σε όλο τον κόσμο, συμπέρανε ότι το 86% από αυτές ασχολούνται εξ αρχής με κάποια μορφή ξένης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Αυτοί οι προηγμένης τεχνολογίας επιχειρηματίες, δρουν σε παγκόσμιο επίπεδο, αναζητούν επιχειρηματικά κεφάλαια από την Ευρώπη, προσλαμβάνουν ταλέντα από τη Νότια Ασία και πωλούν σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Ωστόσο, αυτό δεν απαντά στο πώς μπορούμε να βοηθήσουμε όσους πλήττονται από το ελεύθερο εμπόριο και την παγκοσμιοποίηση. Πολύ συχνά μιλάμε για την επανεκπαίδευση ως πανάκεια, αλλά πρέπει να κάνουμε πολύ περισσότερα. Πρέπει να επανεπενδύσουμε στις εκτοπισμένες κοινότητες, να μειώσουμε το κόστος και τα εμπόδια στο εμπόριο, να συνταιριάξουμε τις μικρότερες επιχειρήσεις με τις ξένες αγορές και τις κοινότητες με τους ξένους επενδυτές, να εξασφαλίσουμε απρόσκοπτη πρόσβαση στις διασυνοριακές ψηφιακές πλατφόρμες, να εξασφαλίσουμε μεγαλύτερη ασφάλεια στο δίκτυο, να επικαιροποιήσουμε τα συστήματα ασφάλειας των ανέργων, να παρέχουμε βοήθεια στη μετεγκατάσταση, να ενθαρρύνουμε την «φορητή» ασφάλιση υγείας και βεβαίως, να επανεκπαιδεύσουμε τους εργαζόμενους για τις νέες ευκαιρίες που θα προκύψουν.
Με την επανεκπαίδευση δεν εννοούμε ότι όλα ταιριάζουν σε όλους. Πολλοί μεταποιητικοί κλάδοι έχουν μεγάλο και αυξανόμενο μερίδιο μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων. Στον τομέα του εμπορίου και των υπηρεσιών βιομηχανικού εξοπλισμού, για παράδειγμα, σχεδόν το ένα τρίτο των εργαζομένων είναι ηλικίας άνω των 55 ετών. Σε τέτοιες περιπτώσεις η επανεκπαίδευση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διαφορετικές ανάγκες κάθε ανθρώπινου δυναμικού και πρέπει να αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, που υποστηρίζει τους εργαζομένους και τις κοινότητες που πλήττονται. Η επανεκπαίδευση θα είναι πολύ πιο επιτυχής αν τα προγράμματα και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που βοηθούν τους εργαζόμενους να ανανεώσουν τις δεξιότητές τους, όπως και τα κοινοτικά κολέγια, αναβαθμίζονται και χρηματοδοτούνται επαρκώς. Η επανεκπαίδευση για έμπειρους εργαζόμενους πρέπει να γίνεται γρήγορα, αποτελεσματικά, και μέσα από μια ευρύτερη ποικιλία μαθησιακών διαδρομών. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη μαθητεία από τους εργοδότες, πιστοποιήσεις από κοινοπραξίες της αγοράς, κοινά προγράμματα από τις τοπικές κυβερνήσεις και την αγορά, ή άλλα προγράμματα που παρέχουν «φορητές» πιστοποιήσεις.
Πάνω απ 'όλα, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η οικονομική μας μετάβαση σε μια παγκόσμια και ψηφιακή οικονομία είναι μια πραγματικότητα που δεν ανατρέπεται, και ότι υπάρχει ανάγκη να προωθηθεί ένα κλίμα θάρρους και δημιουργικότητας που θα μας βοηθήσει όλους να προσαρμοστούμε. Μόνο με τη διεύρυνση της συμμετοχής μας στην παγκόσμια οικονομία, και όχι προσπαθώντας να γυρίσουμε πίσω το ρολόι, θα ανακαλύψουμε τις απαντήσεις στα σημερινά πραγματικά εξοργιστικά οικονομικά προβλήματα και θα δημιουργήσουμε έναν κύκλο ανάπτυξης και ευημερίας για τις επόμενες δεκαετίες.
Και, αν αυτό αποτελεί στόχο διεξόδου από το τέλμα στο οποίο έχει βρεθεί η οικονομία των ΗΠΑ, πιστεύω ότι αποτελεί αδήριτη ανάγκη για την Ελλάδα, την Ευρώπη αλλά και όλες τις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες του πλανήτη.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr