Οι καταναλωτικές δαπάνες του 5% των νοικοκυριών που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας (δηλ. των πλουσίων) αυξάνονται κατά 5,2% ετησίως από το 1989, ενώ οι δαπάνες των νοικοκυριών που αποτελούν το 95% της πυραμίδας (των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων), αυξήθηκαν κατά 2,8%, λέει ο Wilmers. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των οικονομολόγων, κατά το παρελθόν η κορυφή του 5% των καταναλωτών αντιπροσώπευε περίπου το 40% της συνολικής κατανάλωσης. Η δυσανάλογη αυτή αύξηση, της δαπάνης των καταναλωτών υψηλού εισοδήματος, σημαίνει ότι η οικονομία των ΗΠΑ εξυπηρετεί όλο και περισσότερο τις προτιμήσεις των ελίτ, επισημαίνει ο Wilmers.
Τι σημαίνει λοιπόν αυτό για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους; Σύμφωνα με τον Wilmers η αυξανόμενη επιρροή αυτών των καταναλωτών αποφέρει μεγάλες ανταμοιβές στις επιχειρήσεις που δημιουργούν και πωλούν τα είδη των προϊόντων που θέλουν οι εύποροι. Συγκεκριμένα, εξετάζοντας τις αμοιβές κάποιων κατηγοριών εργαζομένων, όπως μπάτλερ, οινοπαραγωγούς, μεσίτες, δικηγόρους και τραπεζικούς, διαπιστώνει ότι οι καλύτεροι από αυτούς, που διαπρέπουν στο επάγγελμά τους και διαθέτουν δεξιότητες που εκτιμώνται από τους πλούσιους, έχουν τις υψηλότερες αμοιβές.
Ακόμη και εντός του ίδιου κλάδου, π.χ. δικηγόροι ή οικιακό προσωπικό, οι άνθρωποι που έχουν προσληφθεί από πλούσιους πελάτες κερδίζουν περισσότερα από εκείνους που εξυπηρετούν τη μεσαία ή την εύπορη τάξη. Οι εταιρείες που ευνοούνται από πλούσιους καταναλωτές έχουν επίσης υψηλότερα περιθώρια κέρδους (αρκεί κάποιος να δει τα κέρδη της Hermes από τις τσάντες Birkin για να το διαπιστώσει).
Το βασικό επιχείρημα είναι ότι οι καταναλωτικές δαπάνες επιδεινώνουν την ανισότητα των αμοιβών ακόμα και εντός του ίδιου κλάδου, δεδομένου ότι υπάρχει ένα αυξανόμενο χάσμα εσόδων μεταξύ εκείνων που εξυπηρετούν τους πλούσιους και των υπολοίπων. Η μεγαλύτερη ανισότητα στις αμοιβές παρατηρείται στους τομείς της οικονομίας που εξαρτώνται περισσότερο από καταναλωτές με εισόδημα μεγαλύτερο από 150.000 δολάρια το χρόνο.
Και μπορεί αυτό να αποτελεί μια πραγματικότητα, αλλά φαίνεται τραβηγμένο να ισχυριζόμαστε ότι η ανισότητα είναι η αιτία για το γεγονός ότι οι καλύτεροι από τους δικηγόρους, τα μέλη του οικιακού προσωπικού ή τους οινοποιούς, κερδίζουν περισσότερα χρήματα. Είναι γνωστό πως οι καλύτερες επιδόσεις οδηγούν σε μεγαλύτερες αμοιβές και υψηλότερη ζήτηση. Και αυτό δεν φαίνεται να έχει καμία σχέση με την plutonomy.
Αλλά ο Wilmers ισχυρίζεται ότι ελέγχοντας τις διαφορές, παρατήρησε την ύπαρξη ενός αυξανόμενου χάσματος εσόδων μεταξύ παρόμοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, που οφείλεται εν μέρει στη ζήτηση από τους πλούσιους. Αναφέροντας ως παράδειγμα τον μπάτλερ, που διαχειρίζεται το νοικοκυριό και τα σχετικά έξοδα για λογαριασμό πλούσιων οικογενειών, ο οποίος ασχολείται με πολύ περισσότερα από το προσωπικό καθαριότητας που εργάζεται για τη μεσαία ή απλώς εύπορη τάξη. Ωστόσο, είναι σαφές ότι στο συγκεκριμένο παράδειγμα πρόκειται απλώς για μια συνάρτηση υψηλότερων αμοιβών για υψηλότερες δεξιότητες. Για να λέμε τα πράγματα ως έχουν, δεν είναι το ίδιο το να καθαρίζεις τουαλέτες με το να διευθύνεις ένα νοικοκυριό που απαιτεί ακόμα και να κάνεις υπολογισμούς στο Excel.
Πάντως, υπάρχει ένα θετικό μήνυμα σε όλα αυτά. Δεδομένου ότι το μερίδιο της συνολικής κατανάλωσης που αναλογεί στους πλούσιους αυξάνεται, οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις που μπορούν να ανταποκριθούν καλύτερα στις αξίες και τις ανάγκες των πλουσίων θα επωφεληθούν, βλέποντας ισχυρότερη ανάπτυξη των εσόδων τους. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να σπεύσουν όλοι να γίνουν μπάτλερ. Ούτε όλοι οι τραπεζίτες, δικηγόροι, γιατροί, λιανέμποροι, εστιάτορες, ακόμη και εκπαιδευτικοί, που προσελκύουν περισσότερο τους πλούσιους θα έχουν την πιο λαμπρή πρόοδο. Οι λίγοι και καλοί πελάτες δεν αποτελούν αρκετό πλεονέκτημα. Πολλές φορές η διασπορά ή/και η διαφοροποίηση μπορεί να αποδειχτούν ισχυρότερο ατού.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr