Δεν είναι όμως μόνο η ξενομανία και ο νεοπλουτισμός οι βασικές αιτίες για την απαξίωση των ελληνικών προϊόντων, με επακόλουθο τον αφανισμό των αμιγώς ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων. Είναι και η άγνοια των γενικότερων επιπτώσεων που προκαλούν τέτοιου είδους συμπεριφορές. Ενίοτε, πιθανόν και η αδιαφορία.
Βεβαίως, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, πρώτα καταξιώθηκαν στις χώρες τους και μετά κατέκτησαν τις άλλες αγορές. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ η πλειονότητα των νοικοκυριών χρησιμοποιεί εγχώριες οικιακές συσκευές, όπως ψυγεία, κουζίνες, πλυντήρια και φούρνους General Electric και οδηγούν αμερικανικά αυτοκίνητα, δηλ. Ford, Chrysler κλπ. Και αυτό διότι πιστεύουν ότι κάθε δολάριο που κερδίζουν πρέπει να ξοδεύεται, πρωτίστως, για την αγορά αμερικανικών προϊόντων, ώστε να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας των συμπατριωτών τους στα εργοστάσια κατασκευής των προϊόντων τους, αλλά και να ενισχυθεί η βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους. Το ίδιο και οι Γερμανοί. Είναι πολύ σπάνιο, να δείτε στη Γερμανία κάποιον να οδηγεί αμερικανικό αυτοκίνητο, να πίνει ολλανδική μπύρα και να έχει στη κουζίνα του συσκευές General Electric. Οι Ιταλοί, δεν αγοράζουν ζυμαρικά από την Κίνα, ούτε πίνουν ελληνικό ή αμερικανικό καφέ και γαλλικά κρασιά, δεν συμπεριλαμβάνουν στα βασικά είδη διατροφής τους τα γαλλικά τυριά και τα γερμανικά αλλαντικά, αλλά τα αλλαντικά και τα τυριά που παράγουν εκείνοι, όπως το προσούτο, την παρμεζάνα, κ.ο.κ..
Τι μας λέει αυτό, πρωτίστως, ότι έχουν συνειδητοποιήσει πως οι καταναλωτικές τους συνήθειες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους. Δεύτερον, ότι τα προϊόντα τα οποία δεν παράγουν, είναι συμπληρωματικά στο σύγχρονο τρόπο ζωής τους, και τα καταναλώνουν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και συνθήκες.
Από την άλλη, στη χώρα μας δεν έχουμε βαριά βιομηχανία που να παράγει π,χ. αυτοκίνητα κλπ, παράγουμε, όμως, εξαιρετικά αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, υπέροχα κρασιά και τοπικά οινοπνευματώδη. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι περισσότεροι έλληνες καταναλωτές δεν τα αγοράζουν, δεν μπορούμε να το αποδώσουμε μόνο σε αυτούς, αλλά και στις ίδιες τις επιχειρήσεις, που διαχρονικά δεν είχαν ένα συμπαγές σύστημα αξιοποίησης των προϊόντων του πρωτογενούς παραγωγικού τομέα καθώς και τιμολογιακή πολιτική τέτοια που να του επιτρέψει να παραμείνει βιώσιμος. Προφανώς, εξίσου σημαντικό ρόλο για τις επιλογές των ελλήνων καταναλωτών πλέον, παίζει το γεγονός ότι τα εισαγόμενα είναι κατά πολύ φθηνότερα από τα ελληνικά προϊόντα.
Στις πιέσεις δε, που ασκούν οι καταναλωτικές οργανώσεις αλλά και η κοινή γνώμη, προς τις βιομηχανίες για μείωση των τιμών στα ελληνικά προϊόντα που παράγουν και διαθέτουν στην αγορά, ο ΣΕΒ, απαντά υποστηρίζοντας ότι: η συμπίεση των μισθών δεν ρίχνει τις τιμές Ο Σύνδεσμος απαριθμεί τις επιβαρύνσεις που έχει υποστεί ο παραγωγικός κλάδος το τελευταίο διάστημα στις οποίες περιλαμβάνονται: - Η αύξηση του κόστους ενέργειας, λόγω της αύξησης των τιμολογίων στο ηλεκτρικό ρεύμα (2008), της επιβολής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο ρεύμα (2010), του διπλασιασμού του ΕΦΚ στο μαζούτ (2011) και της επιβολής ΕΦΚ στο φυσικό αέριο (2011). - Η αύξηση του κόστους πρώτων υλών, οι περισσότερες από τις οποίες είναι εισαγόμενες. - Το χαμηλό επίπεδο των βασικών υποδομών (όπως π.χ. των υποδομών φόρτωσης στο λιμάνι του Βόλου). - Το πολύ υψηλό κόστος των μεταφορών, το οποίο μόλις πρόσφατα έχει μειωθεί. - Ο διπλασιασμός του κόστους δανεισμού το τελευταίο έτος. - Η χειροτέρευση των όρων πληρωμής για τα εισαγόμενα υλικά (π.χ. υλικά συσκευασίας) που συνιστούν σημαντική αύξηση κόστους. - Η σημαντική αύξηση των φόρων. - Η μεγάλη καθυστέρηση επιστροφής του ΦΠΑ. - Η διατήρηση πολλών ρυθμιστικών και διοικητικών εμποδίων. «Είναι φανερό ότι οι παραπάνω παράγοντες επιβαρύνουν το κόστος και δεν επιτρέπουν τη μείωση των τιμών» αναφέρει ο ΣΕΒ. Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι η συμπίεση του εργατικού κόστους δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα μείωσης των τιμών.
Μπορεί και να έχει δίκιο ο ΣΕΒ, όσον αφορά σε πολλά από τα παραπάνω, το ερώτημα όμως, που παραμένει αναπάντητο, είναι πως οι παραγωγοί αναγκάζονται να πωλούν σ’ εξευτελιστικές τιμές στις ελληνικές βιομηχανίες τα προϊόντα τους, και στις άλλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες σε καλύτερες τιμές; Και, πως τα εισαγόμενα από την Ευρώπη προϊόντα είναι κατά πολύ φθηνότερα; Επίσης, πως είναι δυνατόν, οι ελληνικές επιχειρήσεις να αυξάνουν τις τιμές από το 2008, κατά 6%-8% ετησίως, ενώ οι ευρωπαϊκές σε πολύ μικρότερο ποσοστό και να πωλούν φθηνότερα στις χώρες τους αλλά και στη δική μας;
Αναρωτιέμαι, πόσο χαμηλότερο είναι πια το κόστος ενέργειας και οι φόροι στις ευρωπαϊκές χώρες; Τις πρώτες ύλες, δεν τις πληρώνουν ακριβά εκεί; Για να μην αναφερθούμε στο εργατικό κόστος (το οποίο είναι διπλάσιο του ελληνικού). Πώς είναι δυνατόν να θεωρεί ο ΣΕΒ ότι δεν επηρεάζει την τελική τιμή των προϊόντων. Και αν δεν τις επηρεάζει, γιατί φαγωθήκαμε να μειώσουμε τους μισθούς (του ιδιωτικού τομέα) στην Ελλάδα; Δεν ξέρω, αλλά αυτά ακούγονται Greek, ακόμα και σε μένα…
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr