Σύμφωνα με έρευνα του McKinsey Global Institute, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ευρώπης βρίσκεται στα 11.250 δολάρια, υπολειπόμενο των ΗΠΑ κατά 4,5 τρις δολάρια συνολικά. Ένας λόγος μπορεί να είναι η χαλαρότητα των ευρωπαίων, αλλά η διεύρυνση του χάσματος παραγωγικότητας αποτελεί την κύρια αιτία για αυτή τη διαφορά. Τι ευθύνεται, όμως, γι αυτό; Η απάντηση που προκύπτει από την έρευνα είναι πως παρατηρείται μειωμένη απόδοση στο τομέα των υπηρεσιών, ωστόσο, όπως υποστηρίζεται από τους μελετητές του MGI, η Ευρώπη μπορεί, αναδεικνύοντας τις καλές πρακτικές σε όλους τους τομείς των υπηρεσιών, να μειώσει αυτό το χάσμα. Σωστό θα ήταν αφενός για τις επιχειρήσεις να παραδειγματιστούν από αυτές τις καλές πρακτικές στον δικό τους κλάδο και αφετέρου για τις κυβερνήσεις να τις βοηθήσουν να επιτύχουν, αίροντας τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις από τους κανονισμούς των αγορών.
Η ευκαιρία που παρουσιάζεται για την Ευρώπη να βελτιώσει τη νωθρότητα στους τομείς των υπηρεσιών, είναι ένα από τα κύρια θέματα τα οποία πραγματεύεται η μελέτη, με τίτλο: ο δρόμος για την οικονομική ανάπτυξη και ανανέωση της Ευρώπης, της MGI. Η μελέτη αυτή αναλύει τα βήματα που ακολουθεί η Ευρώπη στις μεταρρυθμίσεις: στην αγορά εργασίας της, τη μείωση της ανεργίας και την ενδυνάμωση της ανάπτυξης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, στις πολλές πιέσεις που διατηρούν μειωμένη την ανάπτυξη της και πώς θα μπορέσει να οικοδομήσει μια αποτελεσματική ατζέντα, χρησιμοποιώντας τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις σαν πλατφόρμα εκκίνησης. Δεδομένων των υψηλών χρεών και των ελλειμμάτων, το πλαίσιο παραμένει περιορισμένο για ώθηση της ανάπτυξης μέσω δαπανών με βραχυπρόθεσμα κίνητρα.
Για το λόγο αυτό η Ευρώπη θα πρέπει να υιοθετήσει δομικές μεταρρυθμίσεις και η ανάδειξη της απόδοσης στους τομείς των υπηρεσιών είναι κρίσιμη γι αυτή την προσπάθεια. Από το 1960 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90 η Ευρώπη μείωνε σταθερά το χάσμα παραγωγικότητας με τις ΗΠΑ. Αλλά από τότε το χάσμα άρχισε ξανά να διευρύνεται, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών. Στις ΗΠΑ η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 22% μεταξύ 1995 – 2005 και οι τοπικές επιχειρήσεις επαγγελματικών και οικονομικών υπηρεσιών συνεισέφεραν κατά το ήμισυ σε αυτή την ανάπτυξη. Στην Ευρώπη η παραγωγικότητα για το ίδιο διάστημα αυξήθηκε κατά 15%, από το οποίο μόνο το ένα τέταρτο οφείλεται σε επιχειρήσεις αυτού του τύπου. Πολλοί διαμορφωτές πολιτικής στην Ευρώπη επικεντρώνονται παραδοσιακά στις επιχειρήσεις εντάσεως τεχνολογίας και στους βιομηχανικούς κλάδους, αντανακλώντας έτσι τον ισχυρό ρόλο τους στην αύξηση της παραγωγικότητας και την προβολή των οικονομιών της περιοχής στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Αλλά, παραμένει το γεγονός, ότι ο αριθμός των θέσεων εργασίας που απωλέσθηκαν στην ευρωζώνη προέρχεται από τη βιομηχανία και μόνο οι τομείς των υπηρεσιών αύξησαν τα επίπεδα απασχόλησής τους. Πράγμα που σημαίνει ότι οι τομείς αυτοί προσφέρουν στην Ευρώπη τη σημαντικότερη δυνατότητα για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Ωστόσο, μια σειρά από κανονισμούς και εμπόδια που υψώνονται στις αγορές της Ευρώπης κλείνουν το δρόμο στην αύξηση της παραγωγικότητας των υπηρεσιών, οι οποίες υποφέρουν στη λειτουργία τους από εμπόδια σχετικά με τον ανταγωνισμό προϊόντων, ακινήτων και αγοράς εργασίας.
Η απελευθέρωση των μονοπωλιακών κλάδων στην Ευρώπη οδήγησε σε δραστική αύξηση της παραγωγικότητας. Σε συνδυασμό με την προτυποποίηση και τις ρυθμίσεις για την ένταση του ανταγωνισμού δημιουργήθηκαν πολλές επιτυχημένες περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, αυτή των τηλεπικοινωνιών. Για παράδειγμα, το GSM—Global System for Mobile Communications—αναπτύχθηκε αρχικά το 1992 σε επτά ευρωπαϊκές χώρες. Σήμερα, το σύστημα αυτό έχει περισσότερους από τέσσερα δισεκ. χρήστες σε όλο τον κόσμο. Στον κλάδο των μεταφορών, η χαλάρωση του ελέγχου τιμών και η άρση των εμποδίων στο διασυνοριακό εμπόριο, οδήγησε σε 15% με 20% πτώση στα κόμιστρα και 5% αύξηση, στην ετήσια ανάπτυξη της παραγωγικότητας κατά τη δεκαετία του 1990 στη Γαλλία και τη Γερμανία. Παρά τα παραδείγματα αυτά, πολλοί άλλοι κλάδοι υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ταχυδρομικών, των σιδηροδρομικών μεταφορών και των επαγγελματικών υπηρεσιών (όπως οι νομικοί και οι λογιστές), εξακολουθούν να προστατεύονται με κανονισμούς από τον ανταγωνισμό. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες περιορίζουν π.χ. των αριθμό των φαρμακείων, με αποτέλεσμα να δημιουργούν περιφερειακά μονοπώλια στις λιανικές πωλήσεις φαρμακευτικών προϊόντων. Ακόμα περισσότερο, μερικές ευρωπαϊκές χώρες καθορίζουν ανώτερες ή κατώτερες τιμές για αρχιτέκτονες και δικηγόρους, μεταξύ άλλων, όπως στην Ιταλία και τη Γερμανία. Η Γαλλία και η Ισπανία απαγορεύουν τη διαφήμιση στους συμβολαιογράφους. Μερικές χώρες έχουν καταργήσει τέτοιου είδους περιορισμούς στη διαφήμιση και τις τιμές τα τελευταία χρόνια, προφανώς χωρίς να προξενήσουν ζημιά στις αγορές τους. Ωστόσο, οι περιορισμοί παραμένουν συνολικά. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ (Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας & Ανάπτυξης) ο σχετικός δείκτης που μετρά τους περιορισμούς στην αγορά είναι διπλάσιος στην Ευρώπη από ότι στις ΗΠΑ. Οι κανονισμοί όχι μόνο επιβραδύνουν τον ανταγωνισμό στους τομείς υπηρεσιών στην Ευρώπη αλλά μπορούν επίσης να μειώσουν τη λειτουργική τους αποδοτικότητα.
Το λιανεμπόριο, για παράδειγμα, εξακολουθεί να υποφέρει από περιορισμούς σε προϊόντα και σε ακίνητα. Οι διάφορες ζώνες που περιορίζουν το μέγεθος και την πυκνότητα των καταστημάτων, θέτουν μεγαλύτερες και πιο αποδοτικές μορφές, όπως τα υπερκαταστήματα, σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Στη Γαλλία η εισαγωγή περισσοτέρων περιορισμών για το μέγεθος των καταστημάτων λιανικής κατά τη δεκαετία του '90, σταμάτησε την αύξηση της παραγωγικότητας στον τομέα αυτό. Και αυτό διότι το να ανοίξεις νέο κατάστημα μεγαλύτερο από 6.000 τμ. έγινε απαγορευτικό. Κάτι που καθιστούσε το άνοιγμα νέων καταστημάτων ρεαλιστικά ανέφικτο, με αποτέλεσμα τη χαλάρωση των κανονισμών αυτών. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο αριθμός των νέων καταστημάτων επιβραδύνθηκε, λόγω της ανεπαρκούς μεταρρύθμισης στο σχεδιασμό του νόμου. Στη δε Ολλανδία ανεξάρτητοι δήμοι έχουν την εξουσία να εμποδίζουν τους λιανέμπορους να πωλούν τηλεοράσεις από καταστήματα επίπλων. Η Ευρώπη μάχεται να δώσει νέα πνοή στην ανάπτυξή της. Σε ένα περιβάλλον ασφυκτικό από τα υψηλά χρέη και τα ελλείμματα. Στον αγώνα της αυτό τα χρόνια που έρχονται καθοριστικό ρόλο θα έχουν οι μεταρρυθμίσεις προς όφελος του ανταγωνισμού. Η απελευθέρωση των τομέων των υπηρεσιών, από περιορισμούς που πνίγουν τόσο τον ανταγωνισμό όσο και τη λειτουργική αποδοτικότητα των υπηρεσιών αυτών, δεν είναι πλέον προαιρετική επιλογή αλλά ζωτική ανάγκη.
Και αν οι αλλαγές αυτές κρίνονται ως απαραίτητες και ζωτικές για την ανάπτυξη στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην Ελλάδα η αποφυγή τους οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr