Τα παραπάνω προκύπτουν από τα στοιχεία της ανάλυσης της McKinsey, βάσει των οποίων καταδεικνύεται πως η φαρμακευτική βιομηχανία οδεύει προς έναν κόσμο όπου τα περιθώρια κέρδους θα είναι σημαντικά χαμηλότερα απ’ ότι τα σημερινά. Αυτή η δραματική κατάσταση απαιτεί από τα στελέχη του κλάδου να οραματιστούν τις απαντήσεις που θα ξεπερνούν κατά πολύ τον πειραματισμό στη βάση του κόστους των προϊόντων τους, ή να καταφύγουν πάλι στις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές. Μια πιο τολμηρή, πιο ριζοσπαστική προσέγγιση στο λειτουργικό μοντέλο των φαρμακοβιομηχανιών, πρέπει να γίνει ένα ρεαλιστικό σενάριο σχεδιασμού. Η απάντηση μπορεί να μην είναι μια άμεση διορθωτική αντίδραση κατά το επόμενο διάστημα, αλλά μια εύστοχη στρατηγική η οποία θα προβλέπει αυτή την αλλαγή, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, είναι απαραίτητη.
Όπως φαίνεται από την ανάλυση της McKinsey, όλα αυτά τα χρόνια οι αυξήσεις στις πραγματικές τιμές των φαρμάκων, ως επιβράβευση των καινοτομιών του παρελθόντος και των αλλαγών στη θεραπεία των ασθενών, ήταν η πιο σημαντική κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης του κλάδου. Ενώ, λιγότερη προσοχή έχει δοθεί στη διαχείριση της βάσης του κόστους, αν και πρόσφατα η φαρμακοβιομηχανία έχει αρχίσει να επικεντρώνεται σε αυτό, έχοντας όμως επιδείξει φτωχά αποτελέσματα.
Τα χρόνια επέκτασης και κερδοφορίας που υπήρξαν εν μέρει ως αποτέλεσμα των ρυθμιστικών καθεστώτων, τους επέτρεπαν να εισάγουν στην αγορά νέα προϊόντα προς όφελος όχι μόνο των φαρμακευτικών εταιριών αλλά και των ασθενών και φαρμακοποιών. Πιο πρόσφατα και σε διαφορετικό βαθμό, οι ρυθμιστικές αρχές εισήγαγαν νέα μέτρα ανεβάζοντας τον πήχη για την εισαγωγή νέων προϊόντων, ιδιαίτερα σε κάποιες περιοχές του ανεπτυγμένου κόσμου. Με μια τάση να επιτρέπουν την πρόσβαση στην αγορά, τις αυξήσεις τιμών και τη συνέχεια των προϊόντων, χωρίς ουσιαστική απόδειξη επιπρόσθετου κλινικού οφέλους. Όσο οι δαπάνες για την υγεία ως ποσοστό του ΑΕΠ συνεχίζουν να αυξάνονται σε πολλές χώρες, οι φαρμακευτικές δαπάνες υπάγονται πλέον σε αυξανόμενο έλεγχο από τις κυβερνήσεις, υπό την πίεση του ισοσκελισμού των προϋπολογισμών τους (βλ. Ελλάδα).
Πλησιάζουμε στο τέλος της εποχής η οποία έφερε σημαντικές καινοτομίες για τους ασθενείς και κερδοφορία για τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες, αν και η σύνθεση του κλάδου εξελίχθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όχι όμως απαραίτητα υπέρ των μεγάλων εταιριών. Θεωρητικά η βιομηχανία έχει ενοποιηθεί, υπόθεση που μάλλον τροφοδοτείται από υψηλού προφίλ συγχωνεύσεις. Αντιθέτως, σύμφωνα με την McKinsey έχει κατακερματισθεί. Ο αριθμός των εταιριών που ανταγωνίζονται για να κερδίσουν μερίδιο κέρδους από αυτήν την «πισίνα» έχει υπερδιπλασιαστεί. Ως αποτέλεσμα αυτού του κατακερματισμού, οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες πρέπει να ανταγωνίζονται για κάποια τμήματα της αλυσίδας αξίας, με παίκτες περισσότερο επικεντρωμένους σε αυτά. Όπως για παράδειγμα οι εταιρείες γενοσήμων φαρμάκων, οι οποίες αριστεύουν στην παραγωγή τους, οι πάροχοι υπηρεσιών life-science που προσφέρουν ευελιξία, η κλιμάκωση εξειδικευμένων υπηρεσιών (π.χ. η διαχείριση κλινικών δοκιμών), καθώς και οι εταιρίες βιοτεχνολογίας που παράγουν καινοτόμες ιδέες και προϊόντα.
Εν κατακλείδι, σε ένα πιο τακτικό επίπεδο για τις φαρμακευτικές εταιρίες, ιδίως τις μεγάλες, απαιτούνται νέες και βελτιωμένες δυνατότητες οικονομικού σχεδιασμού, κατανομής κεφαλαίων, επικοινωνίας, διαχείρισης των εξωτερικών τους πόρων και πρόσβασής τους στην αγορά. Τα στελέχη του κλάδου, επισημαίνει η μελέτη, πρέπει να ενισχύσουν τη δημοσιονομική πειθαρχία των επιχειρήσεων τους, την ανακατανομή των κεφαλαίων σε ολόκληρη την επιχείρηση και ιδίως να αποφύγουν τις χαμηλές επιδόσεις των στοιχείων της Έρευνας & Ανάπτυξης και τις ώριμες αγορές, οι οποίες δεν μπορούν πλέον να στηρίξουν μεγάλη δύναμη πωλήσεων. Η ευθυγράμμιση μιας πιο ανταγωνιστικής στρατηγικής Έρευνας και Ανάπτυξης με την εμπορική στρατηγική αντίληψη, αντί για την επικέντρωση απλώς στις ρυθμιστικές εγκρίσεις, θα τους επιτρέψει να παραμείνουν στο στρατόπεδο των νικητών.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr