Πάντα με προκαλούσε η ιδέα πως μπορεί κανείς να μετατρέψει σε brand, ένα βασικό συστατικό φαγητού ή οποιοδήποτε άλλο αγροτικό προϊόν. Αλλά και πως έχουν καταφέρει ορισμένα, να αναδειχτούν σε premium brands. Για παράδειγμα, έχετε σκεφτεί, γιατί πληρώνουμε περισσότερα για μια μπανάνα, που έχει ένα sticker κολλημένο με το brand name Chiquita; Διότι το brand name είναι συνυφασμένο με τη γνησιότητα και τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που εμπεριέχονται σε αυτό, δηλαδή τη νοστιμιά και την ξεχωριστή του γεύση, που του προσθέτουν αξία και το κάνουν ελκυστικό στους καταναλωτές παγκοσμίως.
Με άλλα λόγια, δίνοντας brand name και ονομασία προελεύσεως σε κάποιο αγροτικό ή άλλο προϊόν, επιτυγχάνουμε δύο πράγματα: πρώτον, αυξάνουμε την αναγνωρισιμότητα και την ελκυστικότητα του και δεύτερον του προσθέτουμε αξία.
Αλλά η περίπτωση της Chiquita, αποτελεί case study και για τα δικά μας αγροτικά προϊόντα, όπως τις ντομάτες, τα πορτοκάλια, τα μήλα, τα πεπόνια, τα καρπούζια, τις πατάτες κλπ. τα οποία θα μπορούσαν να αποκτήσουν διακριτή ταυτότητα. Αυτό, όμως, προϋποθέτει την αλλαγή του υφιστάμενου καθεστώτος διακίνησης και εμπορίας τους, καθώς και μια σειρά από δομικές αλλαγές σε παράγοντες που θα τα βοηθήσουν να σταθούν ανταγωνιστικά στα ράφια των σουπερμάρκετ, έναντι των εισαγομένων, αλλά ακόμα και στις διεθνείς αγορές
Φυσικά, αυτό δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται, ούτε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Και είναι κάτι που θα μπορούσε να έχει ήδη συμβεί, αν την εποχή που έρρεε άφθονο το χρήμα με τις επιδοτήσεις από τα περίφημα πακέτα Ντελόρ δεν το μετέτρεπαν κάποιοι σε τζιπ πολυτελείας και σκάφη ή δεν τo «θυσίαζαν» στον χρηματιστηριακό τζόγο. Αλλά, ο γέγονε γέγονε! Τώρα, περισσότερο από ποτέ, έφτασε η στιγμή να αρχίσουν τα ελληνικά προϊόντα να αποκτούν ταυτότητα.
Οι παραγωγοί θα πρέπει να οργανωθούν, να αποκτήσουν τεχνογνωσία μάρκετινγκ, και να δημιουργήσουν μικρές βιοτεχνίες ή και συνεταιρισμούς τυποποίησής τους. Αν το πράξουν αυτό, τότε, ενδεχομένως θα συμβούν δύο πράγματα:
Πρώτον, δεν θα είναι έρμαια των μεσαζόντων (γεγονός για το οποίο παραπονιούνται οι ίδιοι) και θα μπορούν να πωλούν κατευθείαν στις επιχειρήσεις λιανικών πωλήσεων (σουπερμάρκετ κλπ), αλλά και στους καταναλωτές μέσω των λαϊκών αγορών.
Και δεύτερον θα μπορούσαν να ενισχύσουν την δραστηριότητα τους, προβάλλοντας τα προϊόντα τους στο διαδίκτυο, δημιουργώντας τις δικές τους ιστοσελίδες, ή ακόμα και διαφημίζοντας τα στα κοινωνικά δίκτυα, προσεγγίζοντας και αποκτώντας με τον τρόπο αυτό το δικό τους καταναλωτικό κοινό.
Φαντασθείτε, λοιπόν, αν αντί για χύμα πατάτες από το Νευροκόπι (από τις πιο νόστιμες παγκοσμίως, για τις τιμές των οποίων γίνεται και μεγάλος ντόρος τελευταία), τις αγοράζατε συσκευασμένες και με συγκεκριμένο brand name, πόσο μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία θα προσέδιδε αυτό στο προϊόν, αλλά και κατ΄ επέκταση σε όσους το εμπορεύονται.
Έτσι, τελικά είναι και αυτοί υπεύθυνοι για τις υψηλές τιμές των προϊόντων στη λιανική, αφού από τον πρωτογενή τομέα μέχρι να φτάσουν στον τελικό καταναλωτή έχουν μεσολαβήσει άλλοι παράγοντες που διογκώνουν την τελική τους τιμή. Και φτάσαμε σήμερα να διερωτόμαστε ακόμα γιατί τα ελληνικά προϊόντα εξακολουθούν να πωλούνται σε υψηλές τιμές. Και να μην μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε για παράδειγμα, ότι το υφιστάμενο καθεστώς των μεταφορών (όπου παρατηρείται το φαινόμενο του διπλάσιου κόστους μεταφοράς προϊόντων από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, σε σχέση με το Άμστερνταμ, π.χ.), είναι ένας από τους παράγοντες στους οποίους οφείλεται η ακρίβεια των ελληνικών προϊόντων, μαζί με πολλούς άλλους, που τους έχουμε αναφέρει επανειλημμένως στη στήλη αυτή (εργοδοτικές εισφορές, υψηλή και αλλοπρόσαλλη φορολογία, απίστευτη γραφειοκρατία και άλλες αγκυλώσεις της δημόσιας διοίκησης).
Αλλά, και το εξίσου σημαντικό, η κακή αντίληψη, περί σχέσης τιμής – κέρδους των ελληνικών, βιομηχανικών και λιανικών επιχειρήσεων.
Είναι καιρός να κυριαρχήσει η λογική της βιωσιμότητας στην ελληνική αγορά.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr