Αν και δεν συμμερίζομαι εξολοκλήρου τη διαπίστωση του φίλου, ωστόσο, όπως δείχνουν τα στοιχεία της έρευνας της ICAP, αλλά και προγενέστερης μελέτης του ΙΟΒΕ, παρατηρείται ραγδαία πτώση στις πωλήσεις των οινοπνευματωδών ποτών στα σημεία πώλησης της - ζεστής και κρύας - αγοράς. Και αυτό δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικό, δεδομένου ότι ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών, ο οποίος εντάσσεται στον ευρύτερο κλάδο οινοπνευματωδών, έχει σημαντική συνεισφορά στην ελληνική οικονομία, ιδίως από πλευράς φορολογικών εσόδων. Επιπλέον καταγράφει σημαντικές διασυνδέσεις με άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας (χονδρικό και λιανικό εμπόριο, εστίαση / ψυχαγωγία, διαφήμιση κλπ.), γεγονός που καθιστά υπολογίσιμη την ευρύτερη επίδρασή του στο συνολικό προϊόν και στην απασχόληση. Ο κλάδος αυτός έχει πληγεί έντονα από τις διαδοχικές αυξήσεις του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και του ΦΠΑ στα ποτά, κατά τη διάρκεια της διετίας 2009-2010, και την ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Οι πωλήσεις αλκοολούχων ποτών μειώθηκαν περισσότερο από 20% το 2010, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις η πτώση συνεχίζεται με παρόμοια ένταση και το 2011.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η συνολική συνεισφορά του κλάδου των αλκοολούχων ποτών στην ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η εγχώρια προστιθέμενη αξία που παράγεται από όλες τις κατηγορίες επιδράσεων (άμεσες, έμμεσες, προκαλούμενες1) προσεγγίζει το €1,5 δισεκ.. Τα εισοδήματα των εργαζομένων στους προμηθευτές (παραγωγή, χονδρικό εμπόριο) και στους πελάτες (μπαρ, εστιατόρια, ξενοδοχεία, σουπερμάρκετ, μινιμάρκετ, κ.ά.) του κλάδου, όσο και τα εισοδήματα που προκύπτουν από τις δραστηριότητες που δημιουργούν όλοι αυτοί οι κρίκοι μέσω της κατανάλωσης τους εκτιμώνται σε €437 εκ., αποδίδοντας και τους ανάλογους φόρους. Οι εταιρικοί φόροι, οι οποίοι αποδίδονται από το σύνολο των διασυνδεδεμένων δραστηριοτήτων προσεγγίζουν τα €51 εκ.. Ιδιαίτερα σημαντική επίδραση αφορά στην απασχόληση που «οφείλεται» στον κλάδο των αλκοολούχων ποτών, η οποία προσεγγίζει τις 41 χιλ. εργαζόμενους. Τέλος, τα φορολογικά έσοδα από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης Οινοπνευματωδών Ποτών (ΕΦΚΟΠ) υπολογίζονται για το 2010 σε €322 εκ. και τα έσοδα από ΦΠΑ σε €382 εκ..
Όπως παρατηρούμε στη μελέτη του ΙΟΒΕ τον Μάιο του 2010 το 44% της τιμής ενός αλκοολούχου ποτού ήταν ο ΕΦΚΟΠ και το 19% ο ΦΠΑ. Συνολικά δηλαδή το 63% ήταν φόροι. Βάσει της ίδιας μελέτης, η μεταβολή της κατανάλωσης το 2010 σε σχέση με το 2009 ήταν: Μπύρα -1,7%, Κρασί -5,0%, Ποτά με γλυκάνισο -6,0%, Λευκά ποτά -13,2%, Απεριτίφ -20,3%, Μπράντυ / Κονιάκ -20,4%, RTDs -21,6%, Ουίσκυ -23,7%, Λικέρ -25,7%.
Οι τιμές στην Ελλάδα, βάσει των στοιχείων της Eurostat, είναι υψηλότερες κατά 13% από το μέσο όρο των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που οφείλεται κυρίως στον υψηλότερο Ειδικό Φόρο Αλκοολούχων Ποτών. Όπως επισημαίνεται στη μελέτη του ΙΟΒΕ η αύξηση του ΕΦΚΟΠ την περίοδο 2009-2010, εκτός από τις απώλειες που δημιουργεί στο σύνολο της οικονομίας, (μείωση θέσεων εργασίας, εσόδων από φόρους εισοδήματος, έμμεσους φόρους και εργοδοτικές εισφορές, επιδόματα ανεργίας, όξυνση του λαθρεμπορίου) ταυτόχρονα δεν αποδίδει και κοινωνικά. Έχει παρατηρηθεί διεθνώς ότι η αύξηση του φόρου σε ποτά ήδη επιβαρυμένα με υψηλή φορολογία επηρεάζει την κατανάλωση των μη εξαρτημένων ατόμων από το ποτό και όχι των εθισμένων στο αλκοόλ, με αποτέλεσμα να μειώνονται τα φορολογικά έσοδα, χωρίς ταυτόχρονα να αντιμετωπίζεται το πρόβλημα του αλκοολισμού, ενώ δημιουργεί σημαντική υποκατάσταση προς φθηνότερα νόμιμα ποτά (tax free κρασί ή semi tax free μπύρα), νόμιμα μη τυποποιημένα (π.χ. χύμα τσίπουρο, τσικουδιά, κρασί) και παράνομα (παράνομο εμπόριο ομοειδών ποτών π.χ. αλκοολούχα).
Συνεπώς ο αυξημένος φόρος δεν μειώνει την κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοολούχων, αλλά μετατοπίζει την κατανάλωση προς φθηνότερα ή παράνομα προϊόντα που μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.
Αλλά ας δούμε και τα ευρήματα της έρευνας της ICAP. Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν, εντείνεται ο ρυθμός μείωσης της κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών. Πιο συγκεκριμένα:
- Η συνολική εγχώρια κατανάλωση αλκοολούχων ποτών παρουσιάζει πτωτικές τάσεις τα τελευταία χρόνια, με το ρυθμό μείωσης να είναι εντονότερος το 2010
- Έντονος είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων λόγω πληθώρας προϊόντων και “brands”
- Η οικονομική κρίση έχει ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση της ζήτησης οινοπνευματωδών ποτών από την «κρύα» προς τη «ζεστή» αγορά
Η εγχώρια παραγωγή αλκοολούχων ποτών αφορά κυρίως το ούζο, το τσίπουρο, τα λικέρ και το μπράντυ. Οι μεγάλες παραγωγικές μονάδες παρουσιάζονται αρκετά διαφοροποιημένες σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις του κλάδου, ως προς τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας και το δίκτυο διανομής τους. Οι μικρές παραγωγικές μονάδες έχουν κυρίως βιοτεχνικό χαρακτήρα και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους αφορά συνήθως το ούζο. Σχεδόν στο σύνολό τους, οι μεγάλες παραγωγικές μονάδες διαθέτουν εκτεταμένο δίκτυο διανομής των προϊόντων τους, που καλύπτει τη «ζεστή» και «κρύα» αγορά. Οι εξαγωγικές επιδόσεις του κλάδου αφορούν κυρίως το ούζο. Οι τελευταίες μεταβολές και προοπτικές εξέλιξης του κλάδου των Αλκοολούχων Ποτών παρουσιάζονται στην ένατη έκδοση της κλαδικής μελέτης που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group.
Ο εισαγωγικός τομέας «κυριαρχείται» από ορισμένες μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις, που είναι θυγατρικές πολυεθνικών εταιρειών. Οι εταιρείες αυτές διαθέτουν πανελλαδικά δίκτυα διανομής, μέσω των οποίων διοχετεύουν στην αγορά τα προϊόντα τους, καθώς και τα προϊόντα άλλων επιχειρήσεων του κλάδου. Το μεγαλύτερο δε μέρος των εισαγωγών προέρχεται από χώρες της Ε.Ε.
Η τιμή πώλησης των αλκοολούχων ποτών, σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που επιδρούν στη ζήτηση. Άλλοι σημαντικοί παράγοντες είναι η εξέλιξη του τουρισμού, η εποχικότητα, οι καταναλωτικές προτιμήσεις αλλά και η διαφήμιση.
Στο πλαίσιο της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων δεικτών. Με βάση τον ομαδοποιημένο ισολογισμό 19 παραγωγικών επιχειρήσεων οινοπνευματωδών ποτών για την περίοδο 2009-2010, προκύπτει μείωση των συνολικών πωλήσεών τους κατά 2,2% και αύξηση των καθαρών κερδών κατά 6,6%. Όσον αφορά τις εισαγωγικές επιχειρήσεις (δείγμα 11 αντιπροσωπευτικών εταιρειών), μείωση κατά 14,8% εμφανίζουν οι συνολικές πωλήσεις, ενώ μεγαλύτερη είναι η μείωση για τα καθαρά κέρδη (46,5%) την ίδια περίοδο.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr