Υπάρχει, όμως, μια ελκυστική και απλή δύναμη σ’ αυτήν την προσέγγιση, δηλαδή το σημείο εκκίνησης, για να μετρηθούν οι εισηγήσεις και αποτροπές για ένα προϊόν, αυτή η προσέγγιση, αποτελεί και μια πρόκληση. Είναι δύσκολο για τους marketers να λογαριάσουν τη μεταβλητότητα της δύναμης αυτής, σε διαφορετικά είδη μηνυμάτων από – στόμα – σε – στόμα. Είναι σχεδόν σίγουρο πως ο καταναλωτής, θα ακούσει την εισήγηση ενός μέλους της οικογένειας του, για να αγοράσει κάποιο προϊόν, αντί ενός ξένου. Υπάρχουν δύο ειδών εισηγήσεις που συνιστούν ένα απλό μήνυμα, ωστόσο, η διαφορά στο αντίκτυπο που έχουν στη συμπεριφορά του αποδέκτη, είναι τεράστια. Γεγονός, το οποίο προκύπτει, από έρευνες, οι οποίες δείχνουν, πόσο μεγάλο είναι το αντίκτυπο μιας εισήγησης, από ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης, που μεταφέρει σχετικό μήνυμα, το οποίο, είναι πολύ πιθανό να πυροδοτήσει την αγορά ενός προϊόντος από τον αποδέκτη του, σε σχέση, με το χαμηλό αντίκτυπο που έχει η αντίστοιχη εισήγηση από κάποιον ξένο.
Για να προσεγγίσουμε το αντίκτυπο που έχουν στους αποδέκτες τους τα διαφορετικά είδη των (από – στόμα- σε – στόμα), εισηγήσεων, πρέπει να αναπτύξουμε ένα τρόπο για να υπολογίσουμε το περιουσιακό στοιχείο τους. Μέσω του οποίου, θα βρούμε τον μέσο όρο του αντίκτυπου που έχει στην πώληση ενός προϊόντος, πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό των από – στόμα – σε – στόμα εισηγήσεων. Την προσέγγιση αυτή, προτείνει σε σχετική έρευνα η McKinsey. Στην οποία φαίνεται, ο τρόπος, με τον οποίο οι marketers μπορούν να μετρήσουν επακριβώς, το αποτέλεσμα του αντίκτυπου που επιφέρει στις πωλήσεις, στα μερίδια αγοράς, στις ανεξάρτητες καμπάνιες και στις επιχειρήσεις προϊόντων στο σύνολο τους.
Με άλλα λόγια, το αποτέλεσμα που προκύπτει από αυτή τη μέτρηση, είναι κατά πόσο, η από – στόμα – σε – στόμα εισήγηση, είναι ικανή να αλλάξει την συμπεριφορά του καταναλωτή, ως προς την τελική του απόφαση για την αγορά ενός προϊόντος.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr