Η υιοθέτηση του ευρώ απέδωσε αναμφίβολα -και για μεγάλο χρονικό διάστημα- υψηλά οφέλη, από το απρόσκοπτο εμπόριο έως τη βελτιωμένη παγκόσμια ανταγωνιστικότητα. Την ίδια στιγμή όμως, το ευρώ υποχρέωσε τα κράτη-μέλη να παραιτηθούν από τις ανεξάρτητες νομισματικές πολιτικές τους, οι οποίες θα ήταν -δυνητικά- σε θέση να διασώσουν το δημόσιο χρέος και τα αντίστοιχα χρηματοπιστωτικά συστήματα. Ως αποτέλεσμα όμως όλων των παραπάνω, η δυσφορία των τραπεζών αποτελεί σίγουρα μια διογκούμενη απειλή για τα οικονομικά των μεμονωμένων κυβερνήσεων και αντίστροφα - Πρόκειται δηλαδή για τον λεγόμενο "βρόχο της καταστροφής" (όπως έχει αποκληθεί από αρκετούς οικονομολόγους), ο οποίος αφορά τα κρατικά ομόλογα που διακρατούν οι τράπεζες και που διαδραμάτισε μείζονα ρόλο στην οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 2010, με σημαντικές επιπτώσεις έως τις μέρες μας.
Το 2012, οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν πως, σε μεγάλο βαθμό, η λύση γι' αυτού του είδους τις κρίσεις θα ήταν η καθολική και πλήρης τραπεζική ένωση στην Ευρωζώνη. Στο πλαίσιο αυτό, οι επί μέρους κυβερνήσεις θα πρέπει να αναλάβουν από κοινού την ευθύνη για την εποπτεία των αντίστοιχων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τους - και, το πιο σημαντικό, θα πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη για τη διάλυση ή την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, όταν κάτι τέτοιο κριθεί απαραίτητο, καθώς επίσης και την ευθύνη για την προστασία των καταθετών. Η πρόοδος γύρω απ' αυτό το θέμα ήταν και δυστυχώς παραμένει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, εξαιρετικά αργή.
Παρόλο που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εποπτεύει αυτή τη στιγμή τις μεγαλύτερες τράπεζες της περιοχής της Ευρωζώνης, εν τούτοις μεμονωμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εξακολουθούν να επωμίζονται το κόστος των τραπεζικών διασώσεων. Η αμοιβαία ασφάλιση καταθέσεων δεν αποτελεί, προς το παρόν τουλάχιστον, τίποτα περισσότερο από μια εναλλακτική πρόταση. Η πανδημία του COVID-19 και των συγγενών του μεταλλάξεων έχει φυσικά επιδεινώσει το πρόβλημα, με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να χρειάζεται να αναλαμβάνουν όλο και περισσότερο χρέος, αποπειρώμενες να παρέχουν οικονομική ανακούφιση στον ευάλωτο πληθυσμό τους.
Το ΔΝΤ (IMF) και η Παγκόσμια Τράπεζα (The World Bank) από κοινού εκτιμούν ότι το -αθροιστικό- χρέος των κυβερνήσεων στην Ευρωζώνη θα υπερβεί το 98% του ΑΕΠ έως το τέλος του έτους 2021, από το επίπεδο του 84% στα τέλη του έτους 2019. Ακόμη χειρότερα, οι υποχρεώσεις μεμονωμένων ευρωπαϊκών χωρών συσσωρεύονται στους ισολογισμούς των τραπεζών τους. Στα τέλη Φεβρουαρίου του έτους 2021, το χαρτοφυλάκιο κρατικών ομολόγων που διακρατούσαν ιταλικές τράπεζες ανήλθε στο 124% του αποθεματικού κεφαλαίου και των προβλέψεών τους έναντι ζημιών. Εκτός από τους συνήθεις χρηματοοικονομικούς κινδύνους που ανακύπτουν, αυτού του τύπου τα ανοίγματα καθιστούν την τραπεζική ένωση στην Ε.Ε. δυσκολότερο να επιτευχθεί πολιτικά. Απ' ότι φαίνεται, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, η πολιτική βούληση στην Ε.Ε. δρα υπό τον ισχυρό περιορισμό των επιλογών της "τσέπης" των πλεονασματικών οικονομιών του ευρωπαϊκού Βορρά. Οι βόρειες χώρες, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία για παράδειγμα, δεν θέλουν να προσυπογράψουν μία αμοιβαία ασφάλιση καταθέσεων, εάν αυτό μεταφράζεται σε επιδότηση της υπερβολικής έκθεσης των ιταλικών τραπεζών σε ομόλογα του ιταλικού δημοσίου. Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνήσεις των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης (της Ελλάδας ασφαλώς -και μονίμως- συμπεριλαμβανομένης) ανησυχούν (και πολύ δικαιολογημένα) μήπως οι περιορισμοί στην κατοχή κρατικών τίτλων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα καθιστούσαν αδύνατο τον δανεισμό τους όταν υπάρχει πιεστική ανάγκη να το πράξουν.
Παρ' όλα αυτά, απ' ότι φαίνεται, υπάρχει εφικτή εναλλακτική λύση. Η ΕΚΤ είναι σε θέση (αν αφεθεί να λειτουργήσει με πραγματική ανεξαρτησία, που θα έπρεπε να προκύπτει με συνέπεια λόγω του θεσμικού της ρόλου) να παροτρύνει τις τράπεζες να διαφοροποιηθούν, ορίζοντας ένα "ασφαλές χαρτοφυλάκιο" του δημόσιου χρέους, το οποίο θα αντιστοιχεί στα μερίδια των κρατών-μελών στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Οποιαδήποτε απόκλιση θα συνεπάγεται ανάλογη αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Αυτό θα απαντούσε στις ανησυχίες των βόρειων ευρωπαϊκών χωρών (και ιδιαίτερα της Γερμανίας), και ταυτόχρονα, θα μετρίαζε την πίεση που διαφορετικά θα επιβαλλόταν σε υπερχρεωμένες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης. Και το παραπάνω γεγονός, από μόνο του, φυσικά και θα αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα προς την ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση.
Οι ηγέτες της Ευρώπης (και όλως ιδιαιτέρως της Ευρωζώνης), τελικά, πρέπει να αποφασίσουν να προχωρήσουν περισσότερο σε αναβάθμιση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, παρέχοντάς του τις εξουσίες -και τους πόρους- που απαιτούνται για την εκκαθάριση ή την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών οπουδήποτε στην Ευρωζώνη, καθώς και για την αποζημίωση των καταθετών, στις περιπτώσεις που αυτό καταστεί απαραίτητο. Όπως ακριβώς κάνει δηλαδή -εδώ και πολλά χρόνια- μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων της και η Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC) στις ΗΠΑ. Άλλωστε, δεν θα ήταν και τόσο άσχημη ιδέα να εφαρμόσουμε (φυσικά με την απαραίτητη προσαρμογή στο ευρωπαϊκό πλαίσιο) δοκιμασμένες επιτυχώς λύσεις ... έστω και από τον "Νέο Κόσμο", μιας και η "Γηραιά Ήπειρος", απ' ότι τουλάχιστον φαίνεται, δεν διαθέτει την απαραίτητη πολιτική βούληση, φαντασία, αποφασιστικότητα και χαρισματική ηγεσία για να δώσει τις δικές τις πρωτότυπες λύσεις σε θέματα υψίστης πολιτικο-οικονομικής προτεραιότητας που την απασχολούν.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr