Κατ αρχήν να ξεκαθαρίσω, ότι κατά την άποψη μου καλώς δεν προσφεύγουμε στο πακέτο στήριξης, εφόσον πιστεύουμε ότι θα καταφέρουμε μόνοι μας να βάλουμε μία τάξη στα οικονομικά μας και δευτερευόντως να πείσουμε τις αγορές ότι κάνουμε κάθε δυνατή προσπάθεια να εξυγιάνουμε τα δημοσιονομικά μας. Κυρίως όμως πείσαμε τους εταίρους μας, πέρα από την πολιτική στήριξη, να στήσουν ένα πολύ συγκεκριμένο δίχτυ ασφαλείας, ώστε ακόμη και εάν παραπατήσουμε να μην πέσουμε στο κενό. Σίγουρα τώρα οι αγορές θα το σκεφτούν διπλά.
Υπάρχει το προηγούμενο της Ουγγαρίας, όπου όταν είδαν την αποφασιστικότητα των εταίρων της, αποσύρθηκαν. Με εμάς είναι πολύ νωρίς αλλά όταν ξέρουν πως μας περιμένουν 80 δισ, με πιο ευνοϊκούς όρους ενδεχομένως να μην το διακινδυνεύσουν. Όχι γιατί θα μας λυπηθούν αλλά γιατί γνωρίζουν ότι σε ένα δύο χρόνια το πολύ θα έχει ετοιμαστεί το πλαίσιο προστασίας των κρατών από επιθέσεις του είδους, οπότε ενδεχομένως να μην θελήσουν να προσθέσουν άλλο ένα κραυγαλέα αρνητικό δείγμα συμπεριφοράς.
Ας γυρίσουμε όμως στο ΔΝΤ που είναι το θέμα μας. Κατ αρχήν δεν πρέπει να αγνοήσουμε το γεγονός ότι το ΔΝΤ δέχθηκε να συμμετάσχει στο πακέτο στήριξης. Για να κάνει κάτι τέτοιο σημαίνει πως όσα μέτρα έχουν παρθεί το ικανοποιούν. Αυτό το έχουν δηλώσει ξεκάθαρα οι αρμόδιοι αξιωματούχοι του. Οι πρόσφατες επιφυλάξεις του για το ποιος θα είχε το πάνω χέρι στο πακέτο στήριξης, αφορούσαν παιχνίδια εξουσίας με την Κομισιόν για την τιμή των όπλων και τίποτα παραπάνω.
Το κύριο επιχείρημα όσων ανατριχιάζουν με το ΔΝΤ είναι ότι θα μας αναγκάσει να πάρουμε νέα πιο σκληρά μέτρα. Είναι εύλογο επιχείρημα δεδομένης της ιστορίας του ΔΝΤ. Δεν λαμβάνουν όμως υπόψη, ότι όπου παρενέβη το ΔΝΤ, οι τοπικές κυβερνήσεις προφανώς δεν είχαν κάνει τίποτα, και τα μέτρα ξεκίνησαν από μηδενική βάση. Στην περίπτωση μας τα μέτρα έχουν ήδη παρθεί και είναι ήδη σκληρά.
Το ερώτημα λοιπόν είναι. Θα παρθούν ή όχι άλλα μέτρα; Ασχέτως ΔΝΤ, κανείς δεν μπορεί να το πει με σιγουριά. Με την οικονομία σε ύφεση, η οποία όπως όλα δείχνουν θα κρατήσει δυο χρόνια, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρξουν αποκλίσεις από το πρόγραμμα σταθερότητας. Ενδεχομένως τότε να υπάρξουν διορθωτικές κινήσεις, fine tuning.
Στο πιο κρίσιμο όμως ερώτημα, δηλαδή την συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, που πάντα είναι από τις πρώτες και πιο σκληρές επιταγές του ΔΝΤ, παραβλέπουμε το γεγονός ότι ήδη έχει ξεκινήσει με καταιγιστικό ρυθμό. Πέρα από τους stagiers των οποίων οι συμβάσεις δεν ανανεώθηκαν, ήδη έχουν παγώσει οι προσλήψεις στο δημόσιο, ήδη έχει δρομολογηθεί πως για κάθε πέντε που φεύγουν θα προσλαμβάνεται ένας και τώρα με τον Καλλικράτη, όλων των συμβασιούχων της τοπικής αυτοδιοίκησης, που ένας θεός ξέρει πόσοι είναι, δεν θα ανανεωθούν οι συμβάσεις.Πέραν τούτων έχουμε και τις καταργήσεις και συγχωνεύσεις των ουκ έστιν αριθμός οργανισμών. Δυστυχώς θα αυξηθεί η ανεργία αλλά σε αυτή την άνευ προηγουμένου κατάσταση που έχουμε φθάσει αναπόφευκτα θα υπάρξουν θύματα.
Επειδή όμως συρρίκνωση του δημόσιου τομέα δεν σημαίνει μόνο περικοπές προσωπικού αλλά και πάσης φύσεως άλλα μέτρα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τις αποκρατικοποιήσεις, οργανισμών που αποτελούν γάγγραινα όπως ο ΟΣΕ, αλλά και τα όσα μέτρα έχουν παρθεί για τον περιορισμό έως τελική εξάλειψη της δημόσιας σπατάλης. Αν δούμε με ψυχραιμία και χωρίς φωνασκίες και ιδιοτελείς κορώνες, τα μέτρα για την εξυγίανση στην Υγεία αναμφίβολα θα αποδώσουν.
Ο μπαμπούλας λοιπόν του ΔΝΤ, μάλλον υπερεκτιμημένος είναι αφού ούτως ή άλλως βρισκόμαστε στο ξεκίνημα και υπάρχουν πάρα πολλά να γίνουν, είτε προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης και της στήριξης του ΑΕΠ, με την απελευθέρωση των ελευθέρων επαγγελμάτων ή την άρση του cabotage για παράδειγμα, είτε προς την αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού μας συστήματος.
Αυτά θα γίνουν με ή χωρίς ΔΝΤ, το οποίο σε τελευταία ανάλυση λεφτά θα ρίξει εάν και εφόσον χρειαστεί, αλλά η ουσία είναι ότι δεν είναι παράλογη η σκέψη και η προσδοκία ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε μόνοι μας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr