Οι χρηματιστές προβλέπουν οτι θα είναι το 2018 μια καλή χρονιά για το ελληνικό Χρηματιστήριο και αυτό σημαίνει διευκόλυνση των επενδύσεων, ελληνικών και ξένων σε όλους τους τομείς. Η βάση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και το 2018 θα είναι ο τουρισμός ο οποίος αναμένεται να πετύχει νέο ρεκόρ τόσο σε αριθμό τουριστών όσο και στα έσοδα που θα φέρουν στην οικονομία.
Και ενώ υπάρχουν μεγάλες, δύσκολες και επικίνδυνες εκκρεμμότητες όσον αφορά στη γενικότερη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, ξαφνικά επικρατεί μια ελπίδα βελτίωσης που στηρίζεται στην υπόθεση οτι «δεν μπορούμε να πάμε πιο κάτω. Είμαστε στον πάτο, άρα θα ανέβουμε».
Σε αυτή την υπόθεση στηρίζεται η όποια αισιοδοξία εκδηλώνεται αυτή τη στιγμή σχετικά με το επενδυτικό κλίμα.
Όμως κανείς δεν μπορεί να υποθέσει οτι η κατάσταση του πολίτη θα βελτιωθεί.
Ο έλληνας εργαζόμενος θα συνεχίσει να πληρώνει υπερβολικούς φόρους, το ίδιο και η ελληνική επιχείρηση, θα συνεχίσει να ασφυκτιά από έλλειψη ρευστότητας, θα παίρνει μικρότερο μισθό και μικρότερη σύνταξη, ο άνεργος δεν θα βρίσκει δουλειά, οι επιχειρήσεις δεν θα μπορούν να ανταπεξέλθουν στο βάρος των υποχρεώσεων που δημιουργεί η γραφειοκρατία και οι υπερβολικές δαπάνες του δημοσίου που πρέπει να καλυφθούν με φόρους. Τα ασφαλιστικά ταμεία συνεχίζουν να επιβαρρύνουν δυσανάλογα την τσέπη μας χωρίς να προσφέρουν την ανάλογη κάλυψη στους ασφαλισμένους και το γενικότερο επίπεδο όλων των δημοσίων υπηρεσιών παραμένει απαράδεκτα χαμηλό.
Το 2018 λοιπόν θα είναι ένα έτος άνισο, ένα έτος δυο ταχυτήτων, με τους αριθμούς να ευημερούν και τους ανθρώπους να υποφέρουν.
Οι φόροι που πληρώνουμε θα αυξηθούν φέτος και την επόμενη χρονιά και μάλιστα επειδή είμαστε ήδη σε προεκλογική περίοδο, η κυβέρνηση θα κάνει τα πάντα για να εξαγοράσει ψήφους, αυξάνοντας τις δαπάνες με προσλήψεις και «χαρτζηλίκωμα» των χαμηλών εισοδηματικά ομάδων πληθυσμού.
Αυτό σημαίνει χωρίς αμφιβολία περισσότερους φόρους στο μέλλον για να καλυφθούν αυτές οι δαπάνες.
Τελικά λοιπόν ενώ φαινομενικά η οικονομία μπορεί να παρουσιάζει βελτίωση σε ορισμένους δείκτες, στην πράξη ο πολίτης θα είναι καθηλωμένος στην καλύτερη περίπτωση σε ένα χαμηλό επίπεδο, πολλοί δε θα δούν το επίπεδο ζωής τους να καταρρέει σε ακόμη χαμηλότερο σημείο.
Το μοναδικό μέτρο το οποίο θα μπορούσε να φέρει μια ανακούφιση στην οικονομία και να δημιουργήσει προοπτικές για το μέλλον θα ήταν η μείωση των δημοσίων δαπανών η οποία θα επέτρεπε αντίστοιχη μείωση των φόρων. Όμως αυτό είναι κάτι που η κυβέρνηση δεν θέλει να το ακούει, όπως δεν ήθελαν να το ακούσουν ούτε οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Μη μισθολογικές παροχές
Πρόσφατα ο Γ. Χουλιαράκης εξέδωσε μια εγκύκλιο για τον περιορισμό των μη μισθολογικών παροχών στους δημοσίους υπαλλήλους, τους υπαλλήλους των ΔΕΚΟ και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Το κόστος αυτών των μη μισθολογικών παροχών είναι άγνωστο. Χαμένες στους προυπολογισμούς των υπουργείων, κρυμμένες πίσω από ακατανόητους κωδικούς βρίσκονται «τρελές» παροχές, όπως δωρεάν κινητά τηλέφωνα, δωρεάν ασφαλιστικά προγράμματα, επιδόματα για αγορά γάλακτος, για παιδικές κατασκηνώσεις, επιδόματα για «θέση ευθύνης» και ένα πλήθος άλλων δαπανών που αποτελούν κρυφό και αφορολόγητο εισόδημα για τους δημοσίους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους των ΔΕΚΟ και των ΟΤΑ, συνολικά για ένα πλήθος ανθρώπων (άγνωστος αριθμός) που ξεπερνούν όμως τις 700.000.
Και ενώ ο Χουλιαράκης υπο την πίεση των ξένων εξέδωσε την εγκύκλιο περιορισμού αυτών των δαπανών, επί της ουσίας συγκαλύπτει το πρόβλημα. Διότι αναφέρει στην εγκύκλιο του οτι οι δαπάνες αυτές δεν θα μπορούν να πραγματοποιηθούν αν υπερβαίνουν τις 5.000 ευρώ ετησίως ανά υπάλληλο, χωρίς να έχουν υπογραφή από το Υπουργείο Οικονομικών. Δηλαδή κάθε υπουργείο μπορεί χωρίς έλεγχο να δίνει μέχρι 5.000 σε κάθε υπάλληλο με τη μορφή των μη μισθολογικών παροχών. Με έναν απλό και αυθαίρετο πολλαπλασιασμό, διαπιστώνουμε οτι 5.000 Ευρώ επί 700.000 υπαλλήλους μας κάνει 3,5 δις ετησίως. Αυτές θα είναι οι μη μισθολογικές δαπάνες, τώρα που περικόπτονται. Τα 3,5 δις ετησίως ξεπερνούν κατά πολύ το αποτέλεσμα των σκληρότερων μέτρων των μνημονίων. Αν δηλαδή αυτές οι δαπάνες κόβονταν, δεν θα χρειαζόμασταν ούτε μνημόνια ούτε λιτότητα, σήμερα, ούτε τα προηγούμενα χρόνια.
Αν ληφθεί δε υπόψην οτι ο μισθός του δημοσίου υπαλλήλου είναι ψηλότερος από τον μισθό του ιδιωτικού και οτι ουσιαστικά εκτός του μισθού του παίρνει επιπλέον 5.000 καθαρά το χρόνο από τις μη μισθολογικές παροχές, αντιλαμβάνεται κανείς που βρίσκεται το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε οτι το 2018 θα ήταν ένα έτος ελπίδας, αν ο Χουλιαράκης είχε πραγματικά κόψει αυτές τις άδικες, αντισυνταγματικές και απαράδεκτες δαπάνες. Όμως δεν το έκανε.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr