Αν δηλαδή ήταν εκείνη που είχε ένα υπερτροφικό καζινο-τραπεζικό σύστημα από το οποίο ή μέσω του οποίου έτρωγε ψωμί ή παντεσπάνι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, περιλαμβανομένης της ιθύνουσας πολιτικής και οικονομικής τάξης, που αποτελούσε το 42% και βάλε του ΑΕΠ, αλλά για πολλούς και διάφορους λόγους διαχείρισης, απληστίας και παραλογισμού τινάχτηκε στον αέρα και αναγκάστηκε να ζητήσει τη στήριξη της Ευρωζώνης, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ.
Φυσικά, μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν για το τι θα έλεγαν σε μία τέτοια περίπτωση, αλλά ξέρουμε πολύ καλά τι έλεγαν πολλοί από αυτούς όταν ξέσπασε η κρίση στις ΗΠΑ εξαιτίας της Λήμαν Μπράδερς, τι έλεγαν περί τοξικών ομολόγων, περί καζινοκαπιταλισμού και περί των αθλίων τραπεζών τις οποίες οι εξίσου άθλιες κυβερνήσεις προτιμούν να στηρίζουν με άπειρα λεφτά, αντί να τις αφήσουν να καταρρεύσουν και να τα μοιράσουν στον κοσμάκη. Όλα αυτά μεταξύ και πολλών άλλων, απερίγραπτων τις περισσότερες φορές, έτσι για να πουλάνε ανέξοδα αριστεροσύνη, εθνοπατριωτισμό, αντίσταση και λαϊκισμό.
Σε όλα τα παραπάνω ήταν ανακατεμένη και βέβαια πρώτος στόχος η Γερμανία. Γιατί όντως είναι η κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη σήμερα, γιατί εκείνη επιβάλλει αποφάσεις και πολιτικές και γιατί είναι η χώρα με το πλούσιο ενοχικό παρελθόν. Και με αυτή την έννοια όλοι, ευρωπαϊστές και αντιευρωπαϊστές, λογικοί και παράλογοι, σοβαροί και λαϊκιστές, βόρειοι και νότιοι, αναρωτιούνται που το πάει το Βερολίνο. Με επικρατούσα την άποψη ότι θέλει να γερμανοποιήσει την Ευρώπη. Κάτι που είναι πολύ πιθανό, αλλά αυτό δεν γινόταν πάντα με ποικίλους τρόπους από την εκάστοτε κυρίαρχη δύναμη στην ιστορία του κόσμου; Να θυμηθούμε την Αθηναϊκή Συμμαχία, τη Μεγάλη Βρετανία και την αυτοκρατορία της, όπου ο ήλιος δεν έδυε ποτέ, την Pax Americana και το ΝΑΤΟ, ή τη Σοβιετική Ένωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας;
Τα παραπάνω δεν επισημαίνονται για να δικαιολογήσουν τον όποιο ηγεμονισμό της Γερμανίας, αλλά τα πράγματα σήμερα με την παγκοσμιοποίηση, την τερατώδη γιγάντωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, τα συνεχή άλματα της τεχνολογίας,τον πολυπολικό κόσμο, τις αναδυόμενες οικονομίες και το πρωτοφανές εγχείρημα του κοινού νομίσματος, τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανία πρώτα χάραξε ένα δικό της δρόμο, ξεχωριστό από τον αγγλοσαξονικό που είχε κυριαρχήσει σαν άποψη στην ανεπτυγμένη δύση και όχι μόνο. Φρόντισε να διατηρήσει, να καταστήσει ανταγωνιστική και να αυξήσει την παραγωγική οικονομία, αντί να την υποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό από τον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως έκαναν οι ΗΠΑ και προ παντός η Βρετανία. Και όταν ξέσπασε η κρίση στις ΗΠΑ και μεταδόθηκε στην Ευρώπη, η πολιτική της ηγεσία δεν κουράστηκε να επαναλαμβάνει ότι πρέπει να μπει φραγμός στην ασυδοσία της κυκλοφορίας των κεφαλαίων, των «φαντς» και των λεγόμενων αγορών. Επανειλημμένα η Μέρκελ και ο Σόϊμπλε έχουν τονίσει ότι πρέπει να υπάρχουν έλεγχοι, ακόμη και στην ελεύθερη οικονομία, απαίτησαν να μπει φόρος στις συναλλαγές (τόμπιν) και στη συνέχεια απαίτησαν οι συνέπειες κρίσεων, δημοσιονομικών ή τραπεζικών, να επιβαρύνουν ιδιώτες δανειστές (PSI), ή καταθέτες, όπως τώρα στην Κύπρο, εξαιρώντας τους μικρούς. Να δείτε που στη συνέχεια θα εξαιρεθούν από τις εγγυήσεις και των μικρών καταθετών, οι ομολογιούχοι τραπεζών...
Είναι δεδομένο ότι αυτά έγιναν με γερμανικό τρόπο και στην περίπτωση της Ελλάδας με τις αποφάσεις στην Ντωβίλ και στην Κύπρο και έπληξαν εκτός από το παρασιτικό κεφάλαιο και τους ραντιέρηδες και πολλούς μικρούς και αθώους νοικοκυραίους που είχαν βάλει τις οικονομίες τους σε κρατικά ομόλογα (θα έπρεπε ασφαλώς αυτοί να είχαν εξαιρεθεί από το κούρεμα) και σε καταθέσεις. Από την άλλη πλευρά είναι φανερό ότι εν όψει ενοποίησης του τραπεζικού συστήματος στην Ευρωζώνη και των άλλων βημάτων που λαμβάνονται ή θα ληφθούν, η Γερμανία έχει αποδυθεί σε μία κολοσσιαία μάχη. Όχι μόνο για να επιβάλλει την άποψή της περί παραγωγικής οικονομίας (που όμως θα πρέπει να λάβει υπ όψιν και τις δυνατότητες άλλων χωρών, καθώς και τον καταμερισμό παραγωγής) και περιορισμού της χρηματοπιστωτικής φούσκας μέσα στην Ευρωζώνη, αλλά και γιατί έχει να αντιμετωπίσει και τις αντιδράσεις άλλων κέντρων αποφάσεων, όπως το Λονδίνο, η Ουάσινγκτον ή και την απειλητική ανάδυση των λεγόμενων BRICς.
Σε τέτοιες μάχες οι παράπλευρες απώλειες είναι πολλές, και άλλο να τις διαπιστώνει κανείς και άλλο να περιλαμβάνεται σε αυτές. Όπως μεγάλη είναι και η ανησυχία και η ανασφάλεια που προκαλείται στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς. Τα αντιλαμβάνεται άραγε αυτά η Γερμανία; Γιατί ακόμη και αν δεχθούμε ότι έχει λογική η άποψή της και θα έπρεπε να στηρίζεται από τις αριστερές δυνάμεις τουλάχιστον, ακόμη και αν είναι ορατός ο κίνδυνος μίας γηρασμένης και μη ανταγωνιστικής Ευρώπης, θα πρέπει παράλληλα να εξασφαλίζει ότι οι κρίσεις δεν θα μεταδίδονται από τη μία ευρωπαϊκή χώρα στην άλλη και ότι δεν θα πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις η κρίση εμπιστοσύνης.
Αγγελος Στάγκος
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr