Αυτή είναι η άποψη του υπογράφοντος γενικά. Την εξέφρασε όταν η σημερινή κυβέρνηση αποφάσισε να στήσει εξεταστικές στη Βουλή για διάφορες υποθέσεις για τις οποίες δεν πρόκειται να υπάρξει τιμωρία πολιτικών προσώπων, αφού το τυχόν αδίκημα έχει παραγραφεί και για τι οποίες η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας καταδικάστηκε πολιτικά από τον ελληνικό λαό, χάνοντας πανηγυρικά τις εκλογές. Την διατυπώνει ακόμη πιο έντονα τώρα, μετά τη δήλωση του εκπροσώπου του κυβερνώντος κόμματος στη Βουλή, Χρήστου Παπουτσή, ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να στήσει εξεταστική επιτροπή για τα πλαστά στοιχεία που σέρβιρε η προηγούμενη κυβέρνηση στους ευρωπαίους εταίρους μας και για τη διαχείριση της οικονομίας κατά τα 5,5 χρόνια που βρισκόταν στην εξουσία. Πρόκειται καθαρά για απόφαση που δεν έχει σχέση με την πολιτική, αλλά με την μικροπολιτική σε μία περίοδο που απαιτεί πολιτικές αποφάσεις ευθύνης και στιβαρότητας που θα οδηγήσουν τη χώρα έξω από το αδιέξοδο στο οποίο έχει φτάσει και την παρακμή την οποία βιώνει.
Είναι πολύ πιθανό η χώρα να πληρώνει ήδη ως ένα βαθμό τη δυσαρέσκεια της γερμανικής κυβέρνησης επειδή συνεχίζει να κρατά ανοιχτή την υπόθεση της Ζήμενς, όταν σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο έχει κλείσει. Οι πάντες πια έχουν αποδεχθεί ότι η Ζήμενς έδινε λεφτά στα κόμματα και ας βρεθεί τρόπος να ανατεθεί στη δικαιοσύνη να βρει τον Ρόκο και τα άτομα που δωροδοκήθηκαν. Αν ανοίξει τώρα και το κεφάλαιο της κακοδιαχείρισης της οικονομίας και της παραγωγής ψευδών στοιχείων για να κοροϊδέψουμε τις Βρυξέλλες για να αποδοθούν ευθύνες, το αποτέλεσμα ίσως να είναι εξαιρετικά οδυνηρό. Μία κυβέρνηση με πολιτικό μυαλό βάζει πρώτα το στόχο, μετράει τις παραμέτρους και τους κινδύνους για τη χώρα και μετά ξεκινάει τη διαδικασία. Οι βάσεις της ηθικής πρέπει να πρυτανεύουν στην πολιτική, αλλά οι κυβερνήσεις εκλέγονται και για προωθούν και να διασφαλίζουν τα συμφέροντα του έθνους.
Με αυτή την έννοια, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι η συζήτηση στο πλαίσιο της εξεταστικής επιτροπής δεν θα περιοριστεί στην πρακτική των κυβερνήσεων του Κ. Καραμανλή. Θα πάει παραπέρα, θα αναφερθούν διάφορα για την περίοδο των κυβερνήσεων του Κ. Σημίτη, για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, μέχρι και την δεκαετία του ΄80, του Ανδρέα Παπανδρέου. Στο μεταξύ είναι γνωστό ότι στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο υπάρχει αμφισβήτηση για το κατά πόσον η Ελλάδα μπήκε στην ΟΝΕ με την αξία της ή με παραποιημένα στοιχεία. Ξαφνικά, στα ξεκούδουνα, βγήκε πάλι στη δημοσιότητα η συμφωνία για τα swaps με τη Goldman Sacks το 2001, όταν εμείς μπήκαμε στην ΟΝΕ με τα στοιχεία του 1999 και εκείνη την εποχή τέτοιες συμφωνίες μετακύλησης χρεών ήταν συνηθισμένες και νόμιμες. Αν λοιπόν εμείς, μόνοι μας, θελήσουμε να αμφισβητήσουμε την ένταξη στην ΟΝΕ, φανταστείτε μασημένη τροφή που θα βρουν όσοι επιθυμούν να μας διώξουν από την Ευρωζώνη. Εκτός και αν το ζητούμενο είναι να επιρριφθούν ευθύνες στον Σημίτη και τις κυβερνήσεις του, σε συνδυασμό με τις δεδομένες ευθύνες που θα επιρριφθούν στις κυβερνήσεις του Κ. Καραμανλή για να δικαιολογηθούν κάποιες εξαιρετικά δυσμενείς εξελίξεις, ακόμη και ενδεχόμενη αναγκαστική προσφυγή στο ΔΝΤ, όπως κυκλοφορεί στον αέρα.
Στη σημερινή πολύ δύσκολη συγκυρία, το ζητούμενο θα έπρεπε να είναι μία συνάντηση Γ. Παπανδρέου-Α. Σαμαρά για να συμφωνήσουν κάποιες βασικές κατευθύνσεις σε κρίσιμους τομείς –οικονομία, παιδεία, ασφαλιστικό, πρόνοια, άμυνα, ασφάλεια του πολίτη- της χώρας για τα επόμενα δέκα χρόνια. Αντ΄ αυτού, αποφασίστηκε από την κυβέρνηση η σύσταση μίας ακόμη εξεταστικής. Λάθος…
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr