Όπως επίσης είναι αλήθεια ότι οι μεγάλες πόλεις μας δεν ήταν ποτέ επικίνδυνες, ακόμη και τη νύχτα, σε γειτονιές που δεν είχαν την καλύτερη φήμη. Θα μπορούσαμε ακόμη να προσθέσουμε ότι οι καβγάδες μεταξύ μεθυσμένων πολύ σπάνια έφταναν στα άκρα, δηλαδή σε αιματοχυσίες.
Φοβάμαι ότι όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Χωρίς να μπορούμε να κατατάξουμε την Αθήνα , την Θεσσαλονίκη και τις άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις ανάμεσα στις πιο επικίνδυνες, η βία έχει μπει για τα καλά στην καθημερινότητά μας και δεν περιορίζεται μεταξύ των σεσημασμένων κακοποιών. Και ληστείες έχουμε σχεδόν καθημερινά και δολοφονίεςέχουμε πολύ συχνά και κουκουλοφόρους συντηρούμε για να τα κάνουν γης μαδιάμ μέρα παρά μέρα και όπλα κυκλοφορούν και εμφανίζονται και όχι μόνο στην Κρήτη. Οσο για τη βία στους αθλητικούς χώρους, δεν αποκλείεται να είμαστε πρώτοι μεταξύ των πρώτων στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Η βία λοιπόν απλώνεται στην Ελλάδα και μπορεί το φαινόμενο να εξηγείται εν μέρει με όρους της κοινωνιολογίας, ενδεχομένως να έχουν συμβάλει ως ένα βαθμό και στοιχεία προερχόμενα από άλλες χώρες, αλλά υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Ενας λόγος είναι οι ταξικές διαφορές που διευρύνονται, ένας άλλος είναι «ο τσαμπουκάς» ή ο «ψευτοτσαμπουκάς» που χαρακτηρίζει μαζί με την έλλειψη ευγένειας την ελληνική κοινωνία, ένας τρίτος λόγος είναι η διάχυτη αίσθηση ότι μόνον αν είναι πολύ άτυχος τιμωρείται κάποιος στην Ελλάδα για παρανομία που διέπραξε και ένας μεγάλος λόγος είναι η παροιμιώδης ανικανότητα της ελληνικής αστυνομίας.
Είναι δεδομένο ότι η Ελληνική Αστυνομία είναι ελάχιστα εκπαιδευμένη και πολύ διεφθαρμένη, η ηγεσία της είναι συνηθέστατα από μέτρια έως κακή (πιο σωστά, κινείται στον μέσο όρο του επιπέδου του ελληνικού λαού), η λειτουργία της εξαρτάται απότο κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία, αλλά ταυτόχρονα είναι και πάρα πολύ φοβισμένη. Είναι φοβισμένη γιατί ποτέ δεν έχει ξεκάθαρο πλαίσιο λειτουργίας, ποτέ οι εντολές που της δίδονται δεν είναι σαφείς και λογικές και γιατί ό,τι και να κάνει θα είναι κατηγορούμενη από κόμματα και τα μήντια. Ουσιαστικά είναι μία υπηρεσία, εντελώς απαραίτητη για ένα κράτος, που όμως έχει καταντήσει σάκος του μποξ.
Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αυτό το τελευταίο προσπάθεια δικαιολόγησης της ανικανότητας και των αυθαιρεσιών των αστυνομικών οργάνων και των επικεφαλής τους. Με αφορμή ωστόσο τα τελευταία γεγονότα, πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν ξέρουμε τι ζητάμεαπό τους αστυνομικούς. Όταν επεμβαίνουν για να αντιμετωπίσουν όσους διασαλεύουν την τάξη τους βρίζουμε (ως δημοσιογράφοι και μήντια, αλλά και ως κόμματα) και το ίδιο κάνουμε όταν παραμένουν απαθείς θεατές απέναντι στη δράση των κουκουλοφόρων. Οπότε και αυτοί καταφεύγουν στα εύκολα και τα απολύτως αναγκαία με τον πιο «ανώδυνο» για τους ίδιους τρόπο, την ρίψη δακρυγόνων.
Επειδή έρχονται δύσκολες μέρες και η αστυνομία θα καλείται να επεμβαίνει δυστυχώς όλο και συχνότερα, είναι ανάγκη να αποφασίσουμε μερικά πράγματα. Αν είμαστε ή αν θέλουμε να είμαστε κράτος, αν χρειαζόμαστε αστυνομία για την εσωτερική ασφάλεια που περιλαμβάνει την προστασία των πολιτών και των περιουσιών τους μαζί με εξασφάλιση της ομαλής καθημερινότητας και τέλος πρέπει να αποφασίσουμε και τι είδους αστυνομία θέλουμε. Μία αστυνομία που θα ενεργεί αποφασιστικά και με επαγγελματισμό στο πλαίσιο του νόμου, ή μία αστυνομία φοβισμένη και αντικείμενο συνεχούς και αλλοπρόσαλλης κριτικής; Στην πρώτη περίπτωση, προϋπόθεση είναι η καλή εκπαίδευση, η αξιοκρατία, ο περιορισμός της διαφθοράς και η ανεξαρτησία από το κόμμα της εξουσίας.
Αγγελος Στάγκος
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr