Δεν ξέρουμε πότε θα γίνουν, οι περισσότεροι έχουν όμως άποψη γι’ αυτό, ο Τσίπρας τις ζητάει (άγνωστο γιατί), ο Μητσοτάκης τις αρνείται (λογικό, αλλά και συζητήσιμο) και όλοι κάνουν τα σενάριά τους.
Αφήνοντας στην άκρη τον χρόνο της διεξαγωγής των εκλογών, οφείλει κανείς να δει ρεαλιστικά τα μόνα δεδομένα που υπάρχουν, έως αυτή τη στιγμή.
Με βάση τις δημοσκοπήσεις και τις τάσεις, η ΝΔ και ο Μητσοτάκης κυριαρχούν, έστω και με ποιοτικές απώλειες, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι καθηλωμένος και δίχως προοπτική, ελλείψει μνημονίων και το ΠαΣοΚ έχει καταστεί φορέας μίας απροσδιόριστης ελπίδας, την οποία ωστόσο πολύ σύντομα θα κληθεί να επαληθεύσει.
Φαινομενικά, το μόνο υπό συζήτηση δίλημμα εν όψει εκλογών και εφόσον, αντίθετα με τις προσδοκίες του ΣΥΡΙΖΑ και μερικών ακόμη, δεν επέλθει κάποια ακραία ανώμαλη εξέλιξη στη χώρα, είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης. Και υπό αυτό το πρίσμα οι εκλογές δεν θα είναι μία απλή υπόθεση.
Με την απλή αναλογική, το σύστημα της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης, κυβέρνηση δεν βγαίνει.
Οπότε πάμε στις δεύτερες, με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, η οποία όμως δεν είναι και τόσο ενισχυμένη, αφού το μπόνους των εδρών είναι κλιμακωτό και συνάρτηση του ποσοστού του πρώτου κόμματος και του ποσοστού των κομμάτων που δεν θα εκπροσωπηθούν στη Βουλή. Στις τελευταίες εκλογές του 2019, το ποσοστό αυτό ήταν περίπου 8% και με βάση αυτό, το σενάριο για τον σχηματισμό κυβέρνησης έπειτα από τη δεύτερη κάλπη προβλέπει ότι το πρώτο κόμμα θα πρέπει να λάβει ένα ποσοστό της τάξης του 38%. Δεν είναι το πιο απλό σενάριο.
Και εκεί ξεκινούν οι συζητήσεις για συνεργασίες κ.λπ.
Παρακινδυνεύοντας μία πρόβλεψη, αλλά και διαβάζοντας τις διαθέσεις των κομματικών ηγεσιών, οφείλει κανείς να μην παγιδεύεται σε αυταπάτες. Ο Μητσοτάκης δεν θέλει συνεργασίες, θέλει αυτοδυναμία. Αυτή τη στρατηγική θα υπηρετήσει.
Ο Τσίπρας θέλει συνεργασίες, αλλά δεν θέλει κανένας άλλος μαζί του και ακόμη και αν ήθελε, κυβέρνηση δεν φτιάχνει, αφού δεν συγκεντρώνει τα απαιτούμενα ποσοστά.
Και με αυτά τα δεδομένα, η συζήτηση έρχεται στον Ανδρουλάκη. Έχει δηλώσει ότι στόχος του είναι ο σχηματισμός σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης. Κάτι που μοιάζει με χρησμό, αλλά που πάντως οφείλει κανείς να εξετάσει και να ερμηνεύσει.
Η δήλωση κατά πάσα βεβαιότητα σημαίνει ότι το ΠαΣοΚ δεν θα συμμετάσχει σε καμία κυβέρνηση. Και δεν θα το κάνει για λόγους στρατηγικούς αλλά και αυτοσυντήρησης. Αν υποθέσουμε ότι είναι δεύτερο κόμμα, προφανώς και θα προτιμήσει το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αν είναι τρίτο και καταγράψει μία δυναμική, θα θελήσει να επενδύσει σε αυτή.
Και στις δύο περιπτώσεις, οφείλει κανείς να κατανοήσει (και πρώτη η ΝΔ και η ομάδα περί τον Πρωθυπουργό), ότι θα είναι θεμιτή η στρατηγική του Ανδρουλάκη να μην μπεί στην κυβέρνηση. Πέραν όλων των άλλων, για έναν πολύ απλό λόγο: Αν το κάνει, θα δώσει και πάλι στον Τσίπρα ή την όποια ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ την ευκαιρία να συνεχίσει την τακτική της δολιοφθοράς από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πετώντας πέτρες και υπονομεύοντας τα πάντα.
Με βάση αυτά και αφού ο Μητσοτάκης θα επενδύσει στην επιχειρηματολογία της κυβερνησιμότητας, οφείλουν όλοι όσοι θέλουν να εντάσσονται στο στρατόπεδο της λογικής, να απαλλαγούν από τα ψευτοδιλήμματα του παρελθόντος και να πολιτευθούν αναλόγως.
Ούτε η χώρα θα καταστραφεί αν δεν υπάρξει κυβέρνηση συνεργασίας, ούτε ο κόσμος θα χαθεί αν χρειαστεί να γίνουν και τρίτες εκλογές.
Τα διλήμματα σε αυτό το επίπεδο, συνεπώς, δεν είναι πολλά.
Με την εμπειρία και τα τραύματα του πρόσφατου παρελθόντος, στις επόμενες εκλογές δεν θα ψηφιστεί μόνο κυβέρνηση. Υπάρχει και μία εξίσου κρίσιμη απόφαση, η οποία θα αναδείξει και το ποιος θα είναι (αξιωματική) αντιπολίτευση.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr