Ακόμη και από την στιγμή κατά την οποία θα προκύψει ένας διάδοχος του Ερντογάν, οι εθνικοί της στόχοι θα παραμένουν οι ίδιοι για την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο.
Εφόσον κατορθώσουμε να το εμπεδώσουμε αυτό, πρέπει να απαντήσουμε στο κρίσιμο ερώτημα: τι κάνουμε εμείς στην Ελλάδα;
Δεν είναι ενδεδειγμένο να προτείνονται λύσεις δια του Τύπου. Ειδικώς σε μία συγκυρία και έναν κόσμο τόσο σύνθετο.
Το πρώτο και κύριο στο οποίο πρέπει κανείς να εστιάσει είναι η αλλαγή των δεδομένων σε σχέση με τα όσα γνωρίζαμε τα τελευταία 45 χρόνια.
Και με βάση αυτά, πρέπει να επισημανθεί η ανάγκη εθνικής προσαρμογής στις νέες συνθήκες.
Υπό μία έννοια έχουν πάψει να ισχύουν σχεδόν τα πάντα στο πεδίο των ελληνο-τουρκο-κυπριακών σχέσεων. Ο ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή είναι διαφορετικός. Οι σχέσεις της με συμμάχους και γείτονες έχουν διαφορετικές αφετηρίες και επιδιώξεις, οι διεκδικήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να αξιολογηθούν όχι μόνο ως εδαφικές, αλλά πρωτίστως ως οικονομικές.
Η σχέση Ελλάδας – Κύπρου είναι επίσης πολύ διαφορετική από ό,τι ήταν. Η Κύπρος έχει προχωρήσει σε ενέργειες όπως ο ορισμός ΑΟΖ και οι παραχωρήσεις θαλασσίων οικοπέδων με μεγάλη ταχύτητα και δίχως να είναι απολύτως βέβαιον ότι αυτές οι πρωτοβουλίες έγιναν σε πλήρη συνεννόηση με τις ελληνικές κυβερνήσεις. Ανεξάρτητο κράτος είναι άλλωστε…
Το ζήτημα πλέον τίθεται πολύ διαφορετικά από ό,τι έως και πρόσφατα.
Μπορεί η Ελλάδα να συνεχίσει να παρακολουθεί την Τουρκία και να επικαλείται διεθνείς συμμαχίες; Πρέπει να στρέψει το ενδιαφέρον της στην ανάπτυξη στενότερων σχέσεων με κάποιους από τους εταίρους-συμμάχους, π.χ. με την Γαλλία; Και τι προϋποθέτει κάτι τέτοιο;
Εχει τα μέσα να επιβάλλει τα εθνικά και διεθνή δίκαια; Εχει την δυνατότητα να μιλήσει επί ίσοις όροις με την Τουρκία; Πρέπει να βιαστεί ή να παίξει καθυστέρηση; Μπορεί να ορίσει ΑΟΖ π.χ. με την Αίγυπτο και να ανακόψει τις τουρκικές ορέξεις;
Ο καθένας μπορεί να δώσει πολλές και διαφορετικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα.
Το θέμα είναι ότι απαιτείται η κατάστρωση μίας νέας, εθνικής πολιτικής. Ενδεχομένως και ενός νέου διπλωματικο-στρατιωτικού δόγματος.
Και αυτό δεν μπορεί να το πράξει μόνη της μία κυβέρνηση, έστω και με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Δεν μπορεί ούτε και η αντιπολίτευση να ασκείται σε ανέξοδη και φτηνή κριτική, με ψευτοπαλικαρισμούς και ανέξοδους τσαμπουκάδες.
Κυρίως όμως, πρέπει να υπάρξει μία άλλη πολυμερής συμφωνία. Για τα εθνικά θέματα δεν μπορεί να ομιλεί ο οποιοσδήποτε. Μπορούν και πρέπει να μιλούν ο Πρωθυπουργός, οι συναρμόδιοι υπουργοί και όσοι γνωρίζουν. Αφότου θα έχουν συνεννοηθεί μεταξύ τους. Μεταξύ όλων των άλλων, αυτό απαιτείται προκειμένου να ενημερωθεί και να προετοιμαστεί η κοινή γνώμη για όλα τα ενδεχόμενα, με τρόπο νηφάλιο, ρεαλιστικό και υπεύθυνο.
Η ακατάσχετη και αυθαίρετη φλυαρία υπουργών, βουλευτών, πολιτευτών και λοιπών από τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα δεν προσφέρουν τίποτε. Η πρακτική αυτή πρέπει να αλλάξει και να προσαρμοστεί στην κρισιμότητα της συγκυρίας.
Αυτή είναι η βασική προϋπόθεση για τα περαιτέρω και για οτιδήποτε επιλεγεί ως ενδεδειγμένη πολιτική στο μείζον εθνικό μας θέμα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr