Σε μία περίοδο κατά την οποία οι διαθέσεις του Ερντογάν μόνο εφησυχασμό δεν δικαιολογούν, το επιτελείο του Τραμπ δείχνει ξεκάθαρα ότι η αποκατάσταση των σχέσεων με την Τουρκία θα είναι μία από τις βασικές προταραιότητες στην εξωτερική πολιτική της νέας κυβέρνησης.
Αυτό φαίνεται σε άρθρο του συμβούλου τυυ Τραμπ για θέματα ασφαλείας, Μάικλ Φιν, ο οποίος απερίφραστα μιλάει για αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας επειδή όπως λέει, η γεωπολιτική θέση της είναι σημαντική για τα αμερικανικά συμφέροντα.
Την ίδια στιγμή, ο Ερντογάν απειλεί σε όλα τα μέτωπα και με όλους τους δυνατούς τρόπους. Είτε με την παρουσία πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών στο Αιγαίο, είτε φραστικά, όταν μιλάει για «τα σύνορα της καρδιάς του», είτε όταν ανοιχτά πλέον απειλεί ότι θα στείλει στην Ευρώπη 3 εκατ. πρόσφυγες αν δεν λάβει αυτά που επιθυμεί, δηλαδή κι άλλη οικονομική ενίσχυση και δευτερευόντως απελευθέρωση της βίζας για τις μετακινήσεις των τούρκων πολιτών προς την Ευρώπη.
Η ευρωπαϊκή απάντηση σε αυτά είναι πως «δεν φοβόμαστε τις απειλές του Ερντογάν», κάτι που στην Αθήνα μόνο ανησυχία θα έπρεπε να προκαλεί. Και αντί να ασχολείται η κυβέρνηση με το αν ο Ομπάμα θα μιλήσει για το χρέος (που είτε μιλήσει είτε όχι, λίγη σημασία έχει επί του παρόντος), θα έπρεπε να εχει ήδη κάποια σχέδια και προτάσεις ώστε να αξιώνει κάποιες πρωτοβουλίες από την Ενωση και να αποτρέψει εγκαίρως ενδεχόμενες νέες εμπλοκές με την Τουρκία.
Δεν πρέπει σε αυτό το πλαίσιο να αγνοηθούν οι προσπάθειες ταχείας επίλυσης του Κυπριακού και το ποιες θα μπορούσαν να είναι οι επιπτώσεις, ειδικώς υπό το πρίσμα της «σημαντικής γεωπολιτικής θέσης της Τουρκίας».
Σε συνδυασμό με αυτό, δεν πρέπει επίσης να παραγνωριστεί η τουρκική στρατιωτική δραστηριότητα στο Αιγαίο.
Δυστυχώς, εν όψει μίας περιόδου έντονων αναταράξεων η ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται να είναι καταλλήλως προετοιμασμένη για μία ακόμη φορά.
Οι διαφαινόμενες αλλαγές μετά την νίκη του Τραμπ μπορεί να είναι κοσμογονικές, ενώ το ντόμινο των πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη μπορεί να εκδηλωθεί με τραυματικό τρόπο και πολύ σύντομα.
Η περίοδος που ξεκινά χαρακτηρίζεται από μία αβεβαιότητα και από μία αίσθηση ότι «όλα είναι πιθανά», η οποία αφορά κατά μείζονα λόγο αρνητικά σενάρια και όχι θεαματικές βελτιώσεις έστω σε κάποια πεδία.
Το ζήτημα της Ελλάδας υπό αυτές τις συνθήκες και σε ό,τι αφορά την οικονομική του διάσταση, είναι πλέον δευτερεύον. Για την επόμενη τριετία - πενταετία τουλάχιστον, δεν πρόκειται κανείς να ασχοληθεί με την χώρα, καθώς οι χρηματοδοτικές της ανάγκες είναι εν πρώτοις καλυμμένες από το τρέχον μνημόνιο και μπορεί να αντιμετωπιστούν με υπάρχοντα κεφάλαια του ESM, ενώ σε αυτό το πλαίσιο θεωρείται πολύ πιθανή και μία πρώτη συζήτηση για βραχυπρόθεσμες και προεξοφλημένες διευθετήσεις του χρέους.
Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, με ευθύνες πολλών αλλά πρωτίστως της σημερινής κυβέρνησης, μοιάζει με αδιέξοδο. Ακόμη και αν το ζήτημα του χρέους διευθετηθεί με τους καλύτερους δυνατούς όρους, η ουσία παραμένει σε εκκρεμότητα: με ποια παραγωγική διαδικασία θα βγει η χώρα από την κρίση, ποιος τομέας θα απορροφήσει τα αναγκαία δισεκατομμύρια των επενδύσεων, ποια διαρθρωτική αλλαγή έχει συντελεστεί ώστε να κινητοποιεί παραγωγικές δυνάμεις, σε τι έχει ευνοηθεί ο ιδιωτικός τομέας και πόσο έχει περισταλεί ο παρασιτισμός του δημοσίου;
Ολα αυτά σημαίνουν ότι η Ελλάδα αυτή την στιγμή, υπό το καθεστώς καραντίνας στην οποία βρίσκεται, έχει αφεθεί στην μοίρα της.
Ο συνδυασμός της μόνιμης οικονομικής της καχεξίας με τις γεωπολιτικές αλλαγές που συντελούνται και θέλοντας και μη την περιλαμβάνουν, θα έπρεπε να έχει προκαλέσει μία αφύπνιση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, η οποία δεν διακρίνεται κάπου. Μάλλον ένας λήθαργος απλώνεται πάνω από την χώρα και αυτό είναι το πιο ανησυχητικό.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr