Το 2007 η μέση αμοιβή των επικεφαλής των μεγαλύτερων αμερικανικών επιχειρήσεων ήταν 12,1 εκατ. δολάρια τον χρόνο, 12% αυξημένη σε σχέση με το 2006. Στην κορυφή των αμειβομένων βρισκόταν ο Κένεθ Τσένο της American Express, με 56 εκατ. δολάρια ετησίως, και στη βάση ο Γουόρεν Μπάφετ της Berkshire Hathaway, με 175.000 δολάρια τον χρόνο. Ο κ. Τσένο πήρε αύξηση 141% σε σχέση με το 2006 ενώ τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας του επιδεινώθηκαν κατά 13%. Αντίθετα ο κ. Μπάφετ κατάφερε να αυξήσει τα κέρδη της εταιρείας του κατά 29%. Αυτός που την πλήρωσε όμως ήταν ο Στάνλεϊ Ο' Νιλ της Merrill Lynch του οποίου η αμοιβή μειώθηκε κατά 97%, από 48,5 εκατ. σε 1,5 εκατ. δολάρια.
Πολλοί θεωρούν ότι οι ασύλληπτες αυτές αμοιβές των στελεχών των επενδυτικών τραπεζών είναι υπαίτιες για την κρίση στα χρηματιστήρια. Και σε μεγάλο βαθμό έχουν δίκιο. Προκειμένου να συνεχίσουν να παίρνουν τις αμοιβές αυτές οι μάνατζερ έχουν επιδοθεί σε έναν ανελέητο αγώνα αύξησης των κερδών με κάθε τρόπο. Το μαγείρεμα των ισολογισμών αποτελεί καθημερινή πρακτική προκειμένου να εμφανιστούν κέρδη που θα δικαιολογούν όχι μόνο τη μεγάλη αμοιβή αλλά και τη μεγάλη αύξηση της αμοιβής για την επόμενη χρονιά. Αντίθετα με τους άλλους μάνατζερ ο Μπάφετ ο οποίος πλουτίζει από τα μερίσματα της εταιρείας του (είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου με περιουσία 62 δισ. δολαρίων) λαμβάνει τον χαμηλότερο μισθό του κλάδου. Ο νέος προβληματισμός που επικρατεί στους χρηματιστηριακούς κύκλους σχετίζεται με το αν για όλα αυτά φταίει το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις δεν είναι πλέον προσωπικές αλλά διοικούνται από μάνατζερ. Καλώς ή κακώς όμως αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες όταν μεγεθύνονται γίνονται απρόσωποι οργανισμοί, με χιλιάδες μετόχους όπου σχεδόν κανένας δεν μπορεί να επηρεάσει τη διοίκηση. Αυτό όμως που μπορεί να γίνει ώστε οι αμοιβές των διευθυντών να συνδέονται πράγματι με τα αποτελέσματα που αποδίδουν είναι να αλλάξει το σύστημα των μπόνους. Αντί να προσδιορίζονται κάθε χρόνο, καλό θα είναι να προσδιορίζονται ανά τριετία. Θα πρέπει δηλαδή ο μάνατζερ για να αμειφθεί με το αυξημένο μπόνους να επιτυγχάνει ρυθμούς ανάπτυξης επί τρία χρόνια αντί για έναν χρόνο. Σε αυτή την περίπτωση αυτομάτως θα μείωνε σημαντικά το ρίσκο των επενδύσεών του. Δεν θα υπήρχαν δηλαδή τα subprimes, αν οι αποδόσεις κρίνονταν ανά τριετία, διότι κανένας δεν θα τολμούσε να πάρει τόσο μεγάλο ρίσκο επί τρία χρόνια, όπως για έναν χρόνο.
Σε κάθε περίπτωση πάντως αυτό που θα προκύψει από αυτή την κρίση θα αποτελεί επανεξέταση του συστήματος διοίκησης των επιχειρήσεων, του ελέγχου τους από τις αρχές και ενδεχομένως του τρόπου υπολογισμού των αμοιβών των διευθυντικών στελεχών.
Γρηγόρης Νικολόπουλος
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr