Επί της ουσίας, οι προτάσεις Νίμιτς δεν προσφέρουν κάτι το πολύ καινούργιο σε ό,τι αφορά στην ονομασία της πΓΔΜ. Προτείνει διπλή ονομασία, να υπάρχει δηλαδή το συνταγματικό όνομα και ένα άλλο που θα χρησιμοποιείται διεθνώς και με αυτό θα αναφέρεται στον ΟΗΕ, σε πολυμερείς συνθήκες, συμβάσεις και συμφωνίες, διαβατήρια και για την ένταξηκαι επίσημη χρήση σε διεθνείς οργανισμούς. Η πρόταση συμπληρώνεται και με άλλο άρθρο που λέει ότι «η λέξη «Μακεδονία» μόνη της δεν θα πρέπει να αναγνωρίζεταιως επίσημο όνομα, τυπικό είτε άτυπο, της πΓΔΜ, είτε ως το επίσημο όνομα οποιουδήποτε άλλου κράτους».
Εδώ που έχουμε φτάσει και με δεδομένο ότι δεν μπορούμε να επιβάλλουμε στη γειτονική μας χώρα το «ιδανικό» που είναι όνομα το οποίο δεν θα περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγά του, οι προτάσεις Νίμιτς δεν είναι κακές σαν βάση διαπραγμάτευσης. Αναιρούνται όμως σε μεγάλο βαθμό, αν όχι ολοκληρωτικά, από τα ονόματα που εμφανίζει, υποτίθεται ενδεικτικά, για διεθνή ονομασία της πΓΔΜ. «Συνταγματική Δημοκρατία της Μακεδονίας», «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» -κατά τα πρότυπα προφανώς της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας γιατί στα αγγλικά η πρόταση Νίμιτς είναι Democratic Republic of Macedonia «Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Μακεδονίας», «Νέα Δημοκρατία της Μακεδονίας», «Δημοκρατία της Ανω Μακεδονίας», είναι τα πέντε ονόματα που εμφανίζει ο κ. Νίμιτς, χωρίς να αποκλείει άλλα.
Από τα παραπάνω πέντε ονόματα, μόνο με το «Δημοκρατία της ’νω Μακεδονίας» θα μπορούσε ίσως να συμβιβαστεί μία ελληνική κυβέρνηση, καθώς περιλαμβάνει το στοιχείο του γεωγραφικού προσδιορισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα το αποδεχόταν η άλλη πλευρά, που τώρα δείχνει να προσανατολίζεται να καταφύγει σε δημοψήφισμα, αλλά τώρα μιλάμε για την ελληνική πλευρά και με δεδομένη την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό της χώρας, Τα ερωτήματα λοιπόν που τίθενται είναι πόσο μας παίρνει να εμφανιζόμαστε πλήρως ανυποχώρητοι και κατά πόσον ο χρόνος δουλεύει για την Αθήνα και όχι για τα Σκόπια.
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι για διάφορους λόγους η σκληρή μας στάση δεν συγκεντρώνει συμπάθειες. Η διεθνής κοινότητα δεν αντιλαμβάνεται ή δεν θέλει να αντιληφθεί τους ιστορικούς λόγους τους οποίους επικαλούμαστε και επομένως η πίεση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινής γνώμης για ανυποχώρητες θέσεις βρίσκεται σε αναντιστοιχία με το διεθνές περιβάλλον, ενώ παράλληλα κρατάει σε ομηρία τα κόμματα και δεν επιτρέπει στην όποια κυβέρνηση να επιδεικνύει ευελιξία στη συγκεκριμένη υπόθεση. Βεβαίως, ούτε η στάση των Σκοπίων διευκολύνει την κατάσταση. Είναι στάση προκλητική και ανελαστική που διατηρεί και τρέφει τον αλυτρωτισμό, ενώ δεν παραλείπει να υποδηλώνει και άσκηση επεκτατικής πολιτικής στο μέλλον, αν οι περιστάσεις ευνοήσουν. Αστεία πράγματα θα πείτε, αλλά αυτή είναι η διάθεση της πολιτικής ηγεσίας της πΓΔΜ.
Οσο για τον χρόνο, στη σημερινή συγκυρία δεν είναι σαφές ποιος ευνοείται περισσότερο όσο το πρόβλημα παραμένει σε εκκρεμότητα. Πριν δημιουργηθεί το θέμα του Κοσόβου ήταν φανερό ότι ο χρόνος λειτουργούσε εναντίον μας. Τώρα όμως είναι σίγουρο ότι και τα Σκόπια πιέζονται και αυτό το γνωρίζουν οι πάντες. Η ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβουκαι το γεγονός ότι το 35-40% των πολιτών της πΓΔΜ είναι αλβανοί προκαλούν ανασφάλεια τόσο στην πολιτική ηγεσία της, όσο και στους διεθνείς προστάτες της. Γι αυτό και θέλουν όλοι να εντάξουν τη διπλανή χώρα στο ΝΑΤΟ το ταχύτερο δυνατόν, αν και δεν ικανοποιεί μάλλον όλα τα κριτήρια, πέρα από το βέτο που πιθανώς να ασκήσει η Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση προτιμά σαφώς να πάει «πάσο» και προσεύχεται να σπεύσουν τα Σκόπια να απορρίψουν πρώτα τις προτάσεις Νίμιτς, αλλά μένει να δούμε αν οι προσευχές της θα εισακουσθούν.
Το βέβαιο είναι ότι είμαστε μπλεγμένοι με το Μακεδονικό-Σκοπιανό εδώ και 15 χρόνια και δύσκολα θα ξεμπλέξουμε.
Αγγελος Στάγκος
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr