Λογικό, αφού είμαστε ακόμα στην αρχή: μόνο δύο πολιτείες στις 50 (τρεις για τους Ρεπουμπλικάνους) έχουν συμμετάσχει. Aλλο αν τα ΜΜΕ, πόσο μάλλον τα ανεπαρκώς πληροφορημένα ελληνικά, μεγαλοποιούν κάθε συμβάν προσπαθώντας να κρατήσουν το ενδιαφέρον του φιλοθεάμονος κοινού. Έτσι, η νίκη του Μπάρακ Ομπάμα στην Αϊοβα εμφανίστηκε ως πολιτικός σεισμός που ανατρέπει το πολιτικό σκηνικό και η κατοπινή επικράτηση της Χίλαρι Κλίντον στο Νιου Χαμσάιρ αποδόθηκε στο περιβόητο «δάκρυ» της. Λογική που βολεύει και τους ως συνήθως αποτυχόντες δημοσκόπους (δε φταίνε τα μοντέλα μας, αλλά οι ερωτηθέντες) αλλά η οποία είναι τόσο ισχυρή ώστε να επηρεάζει και τα ίδια τα επιτελεία των υποψηφίων. Γίναμε έτσι μάρτυρες απίστευτων μεταπτώσεων σε διάστημα μικρότερο της εβδομάδας, όπου την απελπισία, και τα απαραίτητα μαχαιρώματα μεταξύ στελεχών, τη διαδέχθηκε η θριαμβολογία, και το αντίστροφο.
Πραγματικά, πρόκειται για την πιο ρευστή περίοδο προκριματικών μετά το 1992, όταν τελικά εξελέγη πρόεδρος ο Μπιλ Κλίντον. Κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι για πρώτη φορά από το 1952 δεν μετέχει κάποιος εν ενεργεία πρόεδρος ή αντιπρόεδρος ή ότι είναι πιθανή και η παρουσία ισχυρού τρίτου υποψηφίου για την προεδρία, αν τελικά αποφασίσει να κατέβει ως ανεξάρτητος ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μάικ Μπλούμπεργκ. Το πιο σημαντικό είναι ότι κανένας υποψήφιος δε συγκεντρώνει την ευρεία αποδοχή, ακόμα και των στρωμάτων ή των ιδεολογικών ομάδων στις οποίες απευθύνεται. Όλοι έχουν τα τρωτά τους σημεία. Ακόμα και ο πιο «μοδάτος» υποψήφιος, ο Ομπάμα, έχει ήδη αρχίσει να γίνεται στόχος έντονης κριτικής τώρα που έχει βγει στο προσκήνιο. Επομένως, περισσότερο από άλλες φορές, το χρίσμα, και την προεδρία, θα την κατακτήσει όποιος φθαρεί λιγότερο.
Αναμφίβολα, καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του αποτελέσματος θα παίξει η λεγόμενη «Σούπερ Τρίτη» της 5ης Φεβρουαρίου, όπου θα ψηφίσουν ταυτόχρονα 22 πολιτείες, ανάμεσά τους και οι δύο μεγαλύτερες, η Καλιφόρνια και Νέα Υόρκη. Αν και οι προκριματικοί θα ολοκληρωθούν στις αρχές Ιουνίου, η μοναδική κρίσιμη αναμέτρηση θα γίνει στις 4 Μαρτίου, όταν θα ψηφίσουν, μεταξύ άλλων, το Τέξας και το Οχάιο. Μέχρι τότε, ίσως και πιο πριν, θα ξέρουμε τους υποψήφιους της φθινοπωρινής αναμέτρησης για την προεδρία. Και, παρόλο που οι ειδήμονες συμφωνούν ότι τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα για τους Ρεπουμπλικάνους μετά τη διχαστική και αμφισβητούμενη προεδρία Μπους, τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο.
Η μέχρι τώρα συμμετοχή στις εκλογές καταρρίπτει όλα τα ρεκόρ. Όλα δείχνουν πως, για τρίτη συνεχή προεδρική αναμέτρηση, η συμμετοχή θα αυξηθεί σημαντικά. Από κάτω από 50% το 1996, μπορεί να προσεγγίσει, ή και να ξεπεράσει το 70% φέτος. Η δημοκρατία στις ΗΠΑ παραμένει αξιοθαύμαστα εύρωστη, σε πείσμα όσων, κρίνοντας μέσα από τα θολά γυαλιά του εύκολου αντιαμερικανισμού, νομίζουν ότι εμείς έχουμε να παραδώσουμε μαθήματα δημοκρατίας στους αμερικανούς..
Όπως και να έχει το πράγμα, οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές θα είναι το γεγονός της χρονιάς. Υπάρχει μια διάχυτη ελπίδα ότι το αποτέλεσμα θα φέρει μια αλλαγή στις σχέσεις της μοναδικής υπερδύναμης με τον υπόλοιπο κόσμο. Ως συνήθως, αυτές οι ελπίδες μπορεί να αποδειχθούν υπερβολικές ή μη ρεαλιστικές. Όχι γιατί ο διάδοχος του Μπους θα αποδειχθεί το ίδιο σίγουρος ότι οι θέσεις του είναι θεόπνευστες όσο γιατί οι ΗΠΑ ακολουθούν ορισμένες πάγιες πολιτικές και ο σημερινός πρόεδρος, ανεξάρτητα από το περιτύλιγμα και το ύφος, δεν έχει παρεκκλίνει ιδιαίτερα από αυτές. Οι πολιτικές του ανοίγματος των αγορών, της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, της επέμβασης σε καυτά σημεία του πλανήτη, της στήριξης του Ισραήλκαι της - όχι εντελώς αδικαιολόγητης -δυσπιστίας απέναντι στα Ηνωμένα Έθνη και στην αποτελεσματικότητα των διεθνών περιβαλλοντικών συμφωνιών, θα συνεχιστούν. Όμως το ύφος στην άσκηση της διπλωματίας μετράει: οι περιπτώσεις Κλίντον και Μπους είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Και είναι φανερό ποιο είναι το παράδειγμα προς αποφυγήν.
Δημήτρης Νέλλας
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr