Ο Τούρκος πρωθυπουργός πέτυχε αυτό που λίγες κυβερνήσεις στην Τουρκία έχουν καταφέρει τα τελευταία τριάντα και πλέον χρόνια: την άνετη επανεκλογή του και μάλιστα με αυξημένη αποδοχή από την κοινή γνώμη. Το μεταρρυθμιστικό του έργο, παρά τα πολλά εμπόδια που συνάντησε, τον έχει καθιερώσει στη συνείδηση των ψηφοφόρων ως τον πιο φερέγγυο πολιτικό αρχηγό, μακράν των υπολοίπων.
Η επιτυχία του ακροδεξιού κόμματος του Μπαχτσελί να μπει στη βουλή, αυξάνοντας το ποσοστό του από 8,8% σε 14,3%, περιπλέκει τα πράγματα, στερώντας τον Ερντογάν από την πλειοψηφία των δύο τρίτων που θα ήταν αναγκαία για μια συνταγματική αναθεώρηση και μια εκλογή προέδρου χωρίς περιπλοκές. Γι αυτό και οι πρώτες αντιδράσεις από το εξωτερικό είναι, δικαιολογημένα, συγκρατημένες.
Οι Ευρωπαίοι και οι ΗΠΑ, τουλάχιστον, επιθυμούσαν μια νίκη του Ερντογάν. Όμως οι διαμορφωθείσες ισορροπίες είναι εύθραυστες και δημιουργούν μια κατάσταση παρατεινόμενης αμφιβολίας τόσο για την τύχη των μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό όσο και για τις επόμενες κινήσεις των Τούρκων στη γειτονιά τους, με πρώτο το ενδεχόμενο επέμβασης στο βόρειο Ιράκ.
Ουσιαστικά, η μετεκλογική κατάσταση αποτελεί μια επιβεβαίωση της παθογένειας της Τουρκικής δημοκρατίας, όπου οι πραγματικοί κυβερνώντες δεν είναι αυτοί που εκλέγει ο λαός. Ο στρατός, σε συνδυασμό με το «βαθύ κράτος» των κεμαλικών γραφειοκρατών και δικαστών, έχει αποδείξει ότι έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει ωμά και να ακυρώνει πολλές από τις αποφάσεις της όποιας κυβέρνησης, χωρίς να πολυσκοτίζεται για τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Η είσοδος πάνω από 20 κούρδων βουλευτών στο κοινοβούλιο για πρώτη φορά από το 1994 δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα δυναμική, αλλά αποτελεί και εν δυνάμει παγίδα για τον Ερντογάν, ο οποίος είχε διακηρύξει, τον Αύγουστο του 2005, ότι αναγνωρίζει την «Κουρδική πραγματικότητα». Θα τολμήσει όμως να προχωρήσει παραπέρα όταν τα, πάσης προελεύσεως, γεράκια καραδοκούν;
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η άνοδος του κόμματος των «Γκρίζων Λύκων» δυσχεραίνει τις όποιες προσπάθειες προσέγγισης και αποτελεί εν δυνάμει πρόβλημα ακόμη και για την ύπαρξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αν τα προηγούμενα πέντε χρόνια ο κουμπάρος Ερντογάν δε μπόρεσε (ή μήπως δε θέλησε;) να προχωρήσει έστω και σε μια χειρονομία καλής θέλησης, όπως το άνοιγμα της θεολογικής σχολής της Χάλκης, είναι ακόμα πιο απίθανο να το πράξει τώρα. Η Τουρκία θα εξακολουθήσει να είναι ένας ενοχλητικός γείτονας και, ενδεχομένως, απειλητικός αν οι εύθραυστες εσωτερικές ισορροπίες της κλονιστούν.
Δημήτρης Νέλλας
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr