Δηλαδή, αυτό το πράγμα σ αυτή τη χώρα καταντάει ιδεοληψία. Κάθε τρεις και λίγο στις κάλπες. Κάθε τρεις και λίγο να τρέχουμε στις ιδιαίτερες πατρίδες και να μαλλιοτραβιόμαστε με τους συγχωριανούς μας.
Ξέρω πως είναι επιπόλαιο από μέρους μου, ξέρω πως δεν είναι σωστό, πως οι πολίτες πρέπει να είναι πολιτικοποιημένοι, να έχουν άποψη, να ψηφίζουν, να συμμετέχουν στα κοινά, όλα αυτά τα ξέρω, απλά, δεν το βρίσκω μέσα μου, δεν το χω, δε μ εκφράζει καμία άποψη, είμαι λίγο από κει και λίγο από δω και πιο πολύ είμαι με τον δίκαιο, τον τίμιο, τον έξυπνο, τον ευέλικτο και τον υπεύθυνο, αλλά πού είναι αυτός; Και ποιος είναι; Κάποιος να μου πει.
Εγώ, από μόνη μου, δεν μπορώ να το βρω. Εγώ, που δεν ζήτησα κι ούτε περιμένω ποτέ από κανέναν πολιτικό να με φροντίσει ή να με βοηθήσει, έχω τεράστιο πρόβλημα να αποφασίσω πού να τη ρίξω την ψήφο γιατί όλοι μου φαίνονται οι ίδιοι κι αυτά που λένε μου φαίνονται κι αυτά τα ίδια. «Λύπη-χαρά, ένα σχέδιο», που ΄χει πει κι ο Λαζόπουλος.
Φέτος δε, μου φαίνεται πως σ αυτά τα έρημα τα ψηφοδέλτια που αν είχαν χέρια θα μας μούτζωναν, δεν το συζητώ , έχουν κάνει την εμφάνιση τους όλοι οι ήρωες του Γουόλτ Ντίσνεϊ και μόνο η «κουτσή κυρά-Μαριώ» δεν είναι υποψήφια βουλευτής, κάτι, το οποίο, εγώ που και κυρά και Μαριώ και ολίγον απ το άλλο είμαι, ειδικά όταν έχει υγρασία το θεωρώ κατάφωρη αδικία.
Κι αυτό ακριβώς συλλογιζόμουν την περασμένη Κυριακή, την ώρα που ξεφύλλιζα τις ατέλειωτες σελίδες των εφημερίδων που είχα αγοράσει με τη σέσουλα γιατί κι εφημερίδα να με στείλεις να αγοράσω, μια αμετροέπεια την έχω και που ο Μάκης, για τιμωρία, με είχε βάλει να διαβάσω με το ζόρι και να γράψω και μια μικρή περίληψη. (Εντάξει, υπερβάλλω, δε μου ζήτησε περίληψη).
Γύρισα το κεφάλι αποφασιστικά προς τον Μάκη που ρουφούσε ανυποψίαστος το ελληνικό του καφεδάκι και τον ρώτησα αιφνιδιαστικά:
«Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν κατέβαινα στην πολιτική. Λες να με ψήφιζε κανείς; Λες να έβγαινα;»
«Οχι», μου είπε εκείνος αβασάνιστα, αδιαφορώντας για τα αισθήματά μου.
«Γιατί το λες; Καλύτεροι από μένα είναι όλοι αυτοί που μπαίνουν στα ψηφοδέλτια και βγαίνουν και βουλευτές;»
«Με μια λέξη;» μου απάντησε με κουρασμένο ύφος που απο μόνο του έλεγε: «Ναι».
«Εσύ ελπίζεις σε κάτι;», τον ρώτησα μετά, λίγο ξεκάρφωτα αλλά εκείνος κατάλαβε τι εννοούσα.
«Δεν ξέρω. Ναι. Σ ένα θαύμα».
Μείναμε κι οι δύο σιωπηλοί και μετρούσαμε τις πιθανότητες.
Εκείνο ακριβώς το δευτερόλεπτο κάτι τράβηξε την προσοχή μου στην οθόνη της τηλεόρασης που είχαμε αφήσει ανοικτή, με την ένταση χαμηλωμένη, ως οπτικοακουστικό «χαλί» της κυριακάτικης μας εφημεριδο-κατάνυξης.
Ενας τεράστιος, καθρεφτέ, αριστερός φακός γυαλιών ηλίου έκανε την εμφάνιση του. Σιγά-σιγά, το πλάνο άνοιξε και το υπέροχο, ηλιοκαμμένο και όλο λακάκια και κάτασπρα δόντια πρόσωπο του Σάκη γέμισε την οθόνη. Με μια κίνηση γεμάτη αυτοπεποίθηση και αισθησιασμό, έβγαλε τα μαύρα του γυαλιά, με κοίταξε βαθιά μέσα στα ματια και με ρώτησε όλο νόημα.
Η ανάσα μου σκάλωσε για κλάσμα δευτερολέπτου, η καρδιά μου διαμαρτυρήθηκε αναπηδώντας ελαφρά κι εκείνη τη στιγμή το ήξερα, το ένιωθα, πέρα από κάθε λογική αλλά και πέρα από κάθε αμφιβολία:
Αν έβαζε ο Σάκης για πρωθυπουργός, θα τον ψήφιζα.
Ημουν έτοιμη.
Μαρία Τσάκου-Κουιμάνη
[email protected]
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr