Ο Μάκης μου τον ζει ψαρεύοντας. Και είναι μακάριος. Κι εγώ τον ζω. Για μια μέρα. Μετά, κολλάω το μικρόβιο της εξερεύνησης. Και κάπως έτσι αρχίζουν τα βάσανα (του Μάκη).Κάπως έτσι ξεκίνησε και το σημερινό.
Αφού κάναμε με την ησυχία μας ένα απολαυστικό πρωινό μπάνιο, κινήσαμε για τον Κάβο, το νοτιότερο σημείο του νησιού. Κατσικόδρομο πήραμε, καρόδρομο αφήσαμε - έκτακτη δουλειά έχει κάνει η νομαρχία, μπράβο, μπράβο, αυτά να βλέπει το ράλι Ακρόπολης που νομίζει ότι έχει ειδικές διαδρομές - και δύο ώρες αργότερα φτάσαμε στον προορισμό μας.
Στην αρχή -θα ήταν περίπου δύο το μεσημέρι- δεν βρήκαμε κανέναν στον δρόμο. Ψυχή. Ενας παράλογος φόβος μ έπιασε, ότι μια φριχτή θεομηνία είχε πέσει πάνω στο χωριό κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας αφανίζοντας κάθε ίχνος ζωής και σύντομα θα είχαμε κι εμείς την ίδια τύχη. Ναι, το ομολογώ, έχω δει μια-δυο ταινίες τρόμου παραπάνω από τον μέσο συνετό άνθρωπο, πλην όμως όποιος και ν αντίκριζε αυτή την εικόνα της τέλειας ερήμωσης θα κακόβαζε, σας το υπογράφω.
Ο Μάκης, ως πιο ψύχραιμος, πρόσεξε πρώτος κάποια δειλά σημάδια ζωής: Αγουροξυπνημένους μαγαζάτορες να σκουπίζουν τα μαγαζιά τους ή να στήνουν την πραμάτεια τους φαντασμαγορικά και μυστηριώδη αντικείμενα όπως πολύχρωμες φούστες από πλαστικόχόρτο, γιρλάντες από πλαστικά λουλούδια, καπέλα με περούκες κολλημένες επάνω και σκουλαρίκια σώματος. Κοιταχτήκαμε γεμάτοι απορία αλλά και με ανακούφιση γι αυτή την ένδειξη νοήμονος ζωής στο χωριό-φάντασμα.
Παρκάραμε σε μια καφετέρια-εστιατόριο -τη μόνη σε όλο το χωριό όπου θα διανοείτο να περάσει έστω και απέξω ένας ενήλικος Ελληνας αστός κι ήπιαμε έναν καφέ αγναντεύοντας την τεράστια αμμουδερή παραλία. Το τοπίο ήταν αναμφισβήτητα όμορφο.
Υστερα, ξεκινήσαμε την περιήγησή μας -πεζοί. Μετά από τα πρώτα δύο ή τρία βήματα συνειδητοποίησα ότι η σαγιονάρα μου «βεντούζωνε» στην άσφαλτο κι έστρεψα με περιέργεια το βλέμμα προς τα πόδια μου. Ο Μάκης αντιλήφθηκε την απορία μου και είπε ατάραχος: «Μπύρα. Εχει ποτίσει ο δρόμος». Υποπτεύθηκα ότι η μπύρα ίσως να μην ήταν το μόνο που είχε ποτίσει τον δρόμο αλλά ήμουν ευγνώμων στον Μάκη που δεν προέβη σε περαιτέρω διευκρινίσεις. (Νοερή σημείωση: Να ρίξω σε κλίβανο τις σαγιονάρες).
Δεξιά κι αριστερά, σε παραπήγματα, στεγάζονταν εκατοντάδες επιχειρήσεις τύπου παμπ-μπιλιαρδο-πισινο-ιντερνετ-καφε-μπαρ-κλαμπ-κωλάδικο-φαστ-φουντο-φαγάδικο, όπου εγώ -προσωπικά, μιλάμε πάντα- θα έμπαινα μέσα μόνο αν φορούσα εκείνη τη στολή αστροναύτη που φορούσαν οι επιστήμονες στην ταινία «Ε.Τ. - ο εξωγήινος».
Κοιτάζαμε με τον άντρα μου σχεδόν αμίλητοι δεξιά-αριστερά, με περιέργεια και δέος. Κάθε πενήντα μέτρα κι από ένα ιατρείο: Μια ταμπέλα που έγραφε Surgery και μέσα ένα γραφείο με δυο-τρεις καρέκλες. Θα συναντήσαμε καμιά εικοσαριά τέτοια ούτε στη Βασιλίσσης Σοφίας τέτοια συρροή γιατρών. Ο Μάκης ανέλαβε και πάλι να με διαφωτίσει: «Κάνουν την ειδικότητα τους στα ποτά-μπόμπα».
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Ε, με δύο και τρία ευρώ που κοστίζει το ποτό, τι περιμένουν; Όλα κι όλα, μην είμαστε πλεονέκτες», είπα με σαρκασμό.
«Τουλάχιστον, ας μην βγαίνουν οι ντόπιοι στα κανάλια να παραπονιούνται έπειτα για τα έκτροπα. Ποιος τους ποτίζει; Ποιος έχει στήσει όλο αυτό το κακάσχημο σκηνικό ασυδοσίας; Ούτε το χωριό τους δε σεβάστηκαν», είπε με αγανάκτηση ο Μάκης.
«Ποιο χωριό; Βλέπεις να μένει εδώ έστω κι ένας Ελληνας; Ετσι και υψώσουν τη βρετανική σημαία εδώ τα τούριστ, έγινε ανεξάρτητο-αυτοδιοικούμενο κρατίδιο ο Κάβος».
Καθώς περνούσε η ώρα, άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους οι προσωρινοί-μόνιμοι (και μόνοι) κάτοικοι του χωριού, με τα κάτωθι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: Εθνικότητα: Αγγλική. Ηλικία: 14 ως 25 ετών. Χρώμα δέρματος: Ερυθρόμαυρο (το χρώμα που παίρνει ένα σώμα γεμάτο τατουάζ όταν έχει εκτεθεί στον ήλιο για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ ότι ορίζουν οι εργοστασιακές του προδιαγραφές). Επίσημη γλώσσα: χωριατο-Αγγλοσαξονική.
Καθώς εμείς -και η μικροαστική, συμβατική μας εμφάνιση- δεν ταιριάζαμε με κανένα από τα παραπάνω χαρακτηρι
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr