Αν δεν είναι καταγεγραμμένη στη βιβλιογραφία, αξίζει να γίνει μια μελέτη κι εγώ, τον Μάκη, ευχαρίστως να τον θυσιάσω στο βωμό της επιστήμης για ό,τι πειράματα χρειαστεί να γίνουν...).
Ευτυχώς λοιπόν που μας κάλεσε ένας καλός μας συγγενής με μια εκλεκτή παρέα κι αυτή την πρόσκληση ούτε καν ο Μάκης δεν είχε καρδιά να την αρνηθεί, οπότε μ' αξίωσε και μένα ο Θεός να διαβώ ξανά κατώφλι κέντρου διασκέδασης.
(Βέβαια, πάντα, με πιάνει κι ένα άγχος γιατί,για να χωρέσω στα είκοσι εκατοστά απόσταση που έχουν τα τραπέζια από τις καρέκλες αναγκάζομαι να κάνω αφαγία δύο εικοσιτετράωρα - τις τελευταίες ώρες πριν την έξοδο, ούτε υγρά. Κι αφού με χίλιες μανούβρες τα καταφέρνω να κάτσω, περνάω ολόκληρο το τετράωρο μουσικο-χορευτικό πρόγραμμα με ρουφηγμένο στομάχι, ούτε να πιω δεν μπορώ, μην φουσκώσω και ξεχειλίσω πάνω στο τραπέζι ξαφνικά).
Στις δώδεκα το βράδυ που φτάσαμε στο κέντρο, εννοείται ότι επικρατούσε ήδη το αδιαχώρητο. Παρόλα αυτά, μπορέσαμε να φτάσουμε στο τραπέζι μας, κι ας ήταν μπροστά-μπροστά. Δεν έσπρωξα, δεν παρακάλεσα, δε χτύπησα ούτε έναν θαμώνα όσο έκανα «γιγανταίο σλάλομ» ανάμεσα από τα τραπέζια. (Μήπως δεν ήταν η σάλα τόσο «πυκνοκατοικημένη» όσο παλιά;). Αλλά και η απόσταση της καρέκλας από το τραπέζι ήταν παραπάνω από γενναιόδωρη.Αφού μέχρι τουαλέτα πήγαινες. Ο Μάκης πήγε καμιά δεκαριά φορές.Αρχισα ν ανησυχώ ότι είχε βγάλει γκόμενα στα σκοτεινά όσο εγώ τραγουδούσα με κλειστά μάτια το «Δε θα χωρίσουμε ποτέ», αλλά τελικά κατέληξα ότι το έκανε, αφ΄ενός, για να ξεκουράζει το «άμουσο» αυτί του και, αφ' ετέρου, από τον ενθουσιασμό του - επειδή, τουαλέτα, σε μπουζούκια, πήγαινε, πρώτη φορά.
Μέσα στο κέφι και τη χαρά, έπιασα το μυαλό μου να ξεστρατίζει και να αναρωτιέται αν είναι πιο «ήσυχα» τα πράγματα απ΄ ότι ήταν πιο παλιά. Αν, δηλαδή, η κρίση στην οικονομία είχε παρεισφρήσει ακόμα και σ αυτό, το τελευταίο προπύργιο της ελληνικής ανεμελιάς. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά.
Το λουλούδι, πάντως, έρεε άφθονο. Δεν είμαι και κανένας «κονουασέρ» του μπουζουκιού ώστε να αποτελεί το κριτήριό μου «βαρόμετρο» για την κατανάλωση λουλουδιού, δεν ξέρω, δηλαδή, αν ήταν περισσότερο, λιγότερο ή το ίδιο, όπως άλλοτε, ήταν πάντως άφθονο. Είχα κι αυτόν τον άντρα μου, κάθε που έβλεπε ν αγοράζει κάποιος καλάθια στο τραπέζι, έκανε μες στ αυτί μου «τς, τς, τς» και μου κατέστρεφε τον ενθουσιασμό. «Τα βλέπεις; Τα σκουπίζουν, τους ρίχνουν ένα ξέπλυμα και με τα ίδια βγάζουν όλο το ΠουΣουΚου. Μην τα πιάνεις, παιδί μου, σου λέω. Θα κολλήσουμε τίποτα». (Μπορεί να μην έχει αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία για τη θεωρία του, αλλά, όσο να 'ναι, πόσες χιλιάδες άμισχες γαρυφαλιές να υπάρχουν πια;) Μ'αυτα και μ' αυτά, ό,τι λουλούδι πέταξα, το πέταξα όταν δεν έβλεπε, στα κρυφά.
Πάντως, παρ' όλες τις αντίξοες συνθήκες (την «δυσανεξία» του Μάκη, δηλαδή), περάσαμε καλά. Τραγουδήσαμε, λικνιστήκαμε ρυθμικά κι η ζωή είχε μπει στο ψυγείο, το ίδιο και οι έννοιες και τα «δυσοίωνα» οικονομικά.
Ετσι κατάλαβα πως, σε πείσμα όλων, η ζωή συνεχίζεται απρόσκοπτα στα σκοτεινά, κρυμμένη μέσα στον πυκνό καπνό του πούρου και «πνιγμένη» στα τολμηρά ντεκολτέ, τα λουλούδια και τα ποτά.
Η μάχη με την πραγματικότητα χάνεται, σ αυτά τα μέρη, καθημερινά.
Μαρία Τσάκου
[email protected]
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr