Σ' αυτό το εμπορικό, έχω πάει κάμποσες φορές τους τελευταίους δυο μήνες, αλλά ακόμη δεν έχω συνηθίσει την εικόνα της ερημιάς και της εγκατάλειψης που επικρατεί στο τοπίο τις καθημερινές. Τέτοια χλιδή, τέτοιοι κίονες, τέτοιοι κρυφοί φωτισμοί, για καμιά εκατοστή νοματέους; Αρχίζεις να αισθάνεσαι ...άβολα. Χτες, ας πούμε, οι κυλιόμενες σκάλες καθόδου δεν λειτουργούσαν και, ο Θεός να με συγχωρέσει, μου πέρασε από το μυαλό πως τις είχανε κλείσει για οικονομία. Ευτυχώς, τουλάχιστον, που ήταν μαζεμένοι αρκετοί στις καφετέριες και στα ρεστοράν κι ένιωθες μια ασφάλεια, μια ανθρώπινη παρουσία, κάτι. (Βλέπεις, ο Ελληνας τον καφέ και το φαΐ δεν το κόβει που να χτυπάει ο Αλμούνιας τον κ.... του κάτω).
Το πώς τους πόνεσα τους πωλητές μες στα μαγαζιά μόνους κι έρημους δε λέγεται. Μερικοί κάθονταν εκεί, πίσω απ' το ταμείο, παρεούλα με τον καφέ και το τσιγαράκι τους και μόνο το κονιάκ και το παξιμαδάκι έλειπε για να τον συγχωρέσουμε τον μακαρίτη όπως του έπρεπε. (Το μωρό μου, ο Μάκης, - που είναι, κατά βάθος, πολύ ευαίσθητος -, μου το είχε πει από την άλλη φορά που είχαμε έρθει ότι εκείνος δεν ήθελε να ξανάρθει γιατί του καίγεται η ψυχή και δεν είναι για τέτοια, αλλά εγώ του είπα ότι έτσι είναι η ζωή, έχει δυσκολίες κι ότι πρέπει να σκληραγωγηθούμε κι όχι να κάνουμε πως δε βλέπουμε την ανθρώπινη δυστυχία γύρω μας).
Στο δε συγκεκριμένο μαγαζί με τα αντρικά που μπήκαμε για το δώρο, μας όρμηξε ο έρημος ο πωλητής και μας απήγαγε. Οχι. Κυριολεκτικά: Μας έκρυψε πίσω από κάτι κρεμασμένα ρούχα μη και μας δει ο άλλος πωλητής και μας «κλέψει». (Καλός άνθρωπος και καλός πωλητής δε λέω, αλλά κι αυτό το πράγμα να μη μας αφήνει ρούπι, μου την έδωσε στα νεύρα). Πες-πες, παρόλο που είχαμε δώσει όρκο ο ένας στον άλλο να μη «λυγίσουμε», να πάρουμε μόνο το δώρο και να φύγουμε, ο Μάκης «έσπασε»: Πήρε ένα πουκάμισο - γιατί δεν άντεχε να χαλάσει την καρδιά του πωλητή - και μετά μ' έβαλε - τι ντροπή, σε τόσο «καλό» μαγαζί - να ρωτήσω αν βάζουν δόσεις. Το παράξενο ήταν ότι βάζανε! (Αλλά, από ένα ποσό και πάνω κι εμάς μας «λείπανε» 3 ευρώ: Μια ώρα κάναμε να βρούμε το πιο φτηνό εμπόρευμα του μαγαζιού - ένα μυξομάντιλο - για να συμπληρώσουμε).
Για να κατεβούμε στο γκαράζ, υποχρεωτικά περάσαμε από όλα τα μαγαζιά του πρώτου ορόφου όπου είναι όλες οι «μάρκες». Παντού τα ίδια. Ψυχή ζώσα. Ηθελα να μπω, σ ένα-δύο απ αυτά, να χαζέψω, αλλά, δεν τολμούσα γιατί δεν ήθελα να αγοράσω τίποτε και μου φαινόταν απάνθρωπο να τους «ξεσηκώσω» τους ανθρώπους καλά-καλά και μετά να τους αφήσω στα κρύα του λουτρού. (Ασε που κι εγώ να το μπορούσα, δεν το μπορούσε ο Μάκης που, είπαμε, είναι πιο πονόψυχος).
Φύγαμε λοιπόν, αθόρυβα, με τα μάτια χαμηλά, σαν κλέφτες, μη και μας δουν οι μαγαζάτορες ότι φεύγουμε και στεναχωρηθούνε. (Πώς φεύγεις από εκείνα τα μικρά, πειραματικά θέατρα, επειδή βαρέθηκες και νύσταξες και πείνασες αλλά ξέρεις ότι θα δώσεις στόχο γιατί είστε εσύ κι άλλος ένας; Κάτι τέτοιο).
Βγαίνοντας από το μεγαλόπρεπο αρχιτεκτόνημα που στεγάζει όλες αυτές τις επιχειρήσεις που άνοιξαν εκεί γεμάτες αισιοδοξία κι ελπίδες για το μέλλον - ελπίδες που είχαν στηρίξει, βέβαια, στη ματαιοδοξία και την ανωριμότητα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας - αναρωτήθηκα τι επιφυλάσσει για αυτές το αύριο. Σκέφτομαι και τον κόσμο που δουλεύει σ αυτές: Ακόμη κι αν δεν χάσουν τη δουλειά τους, ως πότε θαντέξουν τόση, μα τόση, μοναξιά;
Μαρία Τσάκου - Κουιμάνη
[email protected]
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr