«Τι έγινε;», ρώτησε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια για να συνηθίσει στο φως.
«Τίποτε. Απλά, θέλω να σε ρωτήσω... Τι σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία θα μπει σε επιτήρηση;».
Ο Μάκης ανασηκώθηκε στα μαξιλάρια του καναπέ και με κοίταξε απορημένος (και λίγο... ενοχλημένος, ίσως;)
«Αυτό θέλεις να με ρωτήσεις; Γι αυτό με ξύπνησες;»
«Ναι, γι αυτό. ’λλωστε είναι νωρίς. Λοιπόν, λέγε. Τι σημαίνει, ξέρεις;»
«Αντί να με πιλατεύεις, δε μου λες πού το πας για να τελειώνουμε;»
«Αφού ρωτάς θα σου πω», είπα και πήρα μια μεγάλη εισπνοή πριν ξεκινήσω. Ο Μάκης πήρε μια εξίσου μεγάλη εισπνοή για να μη με βρίσει. Τον αγνόησα και άρχισα:
«Ξέρεις τι σκεφτόμουν; Αντί να μας απειλούν πως θα μας βάλουν σε επιτήρηση που τι να μας κάνει εμάς, εμείς θέλουμε χύσιμο και ξαναφτιάξιμο- μήπως πρέπει από μόνοι μας να αποταθούμε σε τίποτε ανθρώπους που ξέρουν τι τους γίνεται και να τους ζητήσουμε να έρθουν εδώ, να μας σουλουπώσουν;»
«Δεν εννόησα», είπε ο Μάκης αρχίζοντας να χάνει την υπομονή του.
«Να. Ποιος είναι ο λόγος που η οικονομία μας είναι για τα μπάζα;»
«Είναι μόνο ένας;»
«Οχι. Αλλά ο κυριότερος είναι ένας: Οτι οικονομική πολιτική και διαχείριση ασκεί η κυβέρνηση. Οι άνθρωποι δηλαδή που εξ ορισμού είναι οι πλέον ακατάλληλοι».
«Τι λες;» είπε με ψεύτικο ενδιαφέρον ο Μάκης.
«Ναι. Γιατί: Η ήθελαν να βγουν για να «φάνε», οπότε θα κλέβουν. Ή θα βγήκαν από προσωπική ματαιοδοξία, οπότε θα θέλουν να ξαναβγούν και άρα θα αποφεύγουν κάθε απόφαση και μεταρρύθμιση που θα έχει πολιτικό κόστος, ή που θα ζημιώνει τα συμφέροντα της τάξης ή των τάξεων που αποτελούν την εκλογική βάση του δικού τους κόμματος. Η θα το έκαναν επειδή δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν, οπότε είναι απλώς ανίκανοι. Οποιο και να ισχύει, είμαστε καταδικασμένοι σε έναν αιώνιο κύκλο χωρίς αρχή και τέλος. Σκέψου όμως: Αν προσλαμβάναμε, ως κράτος εννοώ, μια εταιρεία που κάνει οικονομική διαχείριση. Από αυτές τις επώνυμες που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε προβληματικές επιχειρήσεις. Και τους λέγαμε: Να τα βιβλία εσόδων-εξόδων, δες τι κάνω στραβά, από που χάνω, βρες τις ατασθαλίες, τις σπατάλες, τα λάθη, βρες τη λύση, από πού να κόψω, ποιους να διώξω, τι ν αλλάξω. Και υπήρχε μια διαδικασία εντελώς διαφανής και ειλικρινής, και μετά έπρεπε υποχρεωτικά να ακολουθήσουμε τις συμβουλές τους.Να μας έλεγαν ας πούμε: Θέλετε υγιή ταμεία, κάντε αυτό. Πιο πολλά λεφτά στην παιδεία, στην υγεία; Κόψτε από εκεί. Εδώ κλέβουν, εκεί περισσεύουν, ετούτοι είναι άσχετοι, πάψετέ τους. Και να το κάναμε. Γιατί δε γίνεται αυτό;»
«Φαντάζομαι, για πολλούς λόγους... Πάντως σε συγχαίρω για τους προβληματισμούς σου. Και μια που είμαστε σ αυτό το πνεύμα, να σε παρακαλέσω να στρέψεις αυτή την κριτική σου ματιά και λίγο προς τα του οίκου μας και να κάνεις καμιά περικοπή στις δικές μας δαπάνες;»
Ομολογώ δεν είχα προβλέψει αυτή τη νέα τροπή που έπαιρνε η συζήτηση, αλλά, μαθημένη πια, δεν αιφνιδιάστηκα κι απάντησα αστραπιαία:
«Αδύνατον. Το 95% είναι ανελαστικές. Και με το 5 δε σωνόμαστε, οπότε γιατί να δυσαρεστήσεις ανώφελα τους ψηφοφόρους σου;»
Και μ αυτή την ατάκα, το εκλογικό σώμα έγειρε γλυκά στον ώμο του «πρωθυπουργού» του και μ έναν αμοιβαίο αναστεναγμό, συνέχισαν κι οι δύο... τον ύπνο του δικαίου.
Μαρία Τσάκου Κουιμάνη
[email protected]
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr